Τέσσερα ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ με αφορμή τη γέννησή του
Σαν σήμερα γεννιέται ο Ναζίμ Χικμέτ...

Ο Ναζίμ Χικμέτ είναι ένας από τους σπουδαιότερους Τούρκους ποιητές, καθώς και ένα από τα μεγαλύτερα ινδάλματα της Τουρκικής Αριστεράς.

Λίγα λόγια για τη ζωή του…

Ο Ναζίμ Χικμέτ γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη στις 15 Ιανουαρίου 1902. Προερχόταν από μία ευυπόληπτη οθωμανική οικογένεια, καθώς ο πατέρας του, Χικμέτ Μπέης, ήταν ανώτερος αξιωματούχος του Σουλτάνου και η μητέρα του Τζελίλ Χανίμ, εγγονή του γερμανικής καταγωγής οθωμανού στρατάρχη Μεχμέτ Αλή Πασά. Ο ίδιος πέρασε πολλά από τα παιδικά του χρόνια κοντά στο παππού του στις διάφορες περιπλανήσεις του ως ανώτερος κρατικός αξιωματούχος στη Μικρά Ασία, λόγω της διάστασης των γονέων του.

Ο Ναζίμ Χικμέτ αποφοίτησε από την Οθωμανική Σχολή Ναυτικού το 1918 και ακολούθησε καριέρα στο Πολεμικό Ναυτικό, όπου είχε ενταχθεί. Ωστόσο, το 1920 αρρώστησε βαριά και έτσι, απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του και εγκατέλειψε το Πολεμικό Ναυτικό.

Ένα χρόνο αργότερα όμως, το 1921, μαζί με δύο φίλους του ζήτησε να πολεμήσει στο πλευρό του Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος τότε πολεμούσε τις Ελληνικές Δυνάμεις στη Μικρά Ασία. Τότε, ο Κεμάλ έχοντας δει κάποια δείγματα της ποίησής του, εκτίμησε πολύ τις πνευματικές του ικανότητές και τον διόρισε διευθυντή ενός εξέχοντος σχολείου της Τουρκίας.

Ο Ναζίμ Χικμέτ, είχε ήδη αρχίσει να γίνεται γνωστός για τις κομμουνιστικές του ιδέες, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με τους συντηρητικούς προϊσταμένους του. Για αυτό το λόγο τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους έφυγε από την Τουρκία με πρώτο σταθμό το Μπατούμι της Σοβιετικής Γεωργίας. Ωστόσο, εγκαταστάθηκε τελικά στη Μόσχα, με σκοπό να μελετήσει από κοντά τα επιτεύγματα της Οκτωβριανής Επανάστασης.

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Galip Uçar (@galipucar)

Από το 1922 έως το 1925 σπούδασε οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στη Μόσχα, ενώ επηρεάστηκε καλλιτεχνικά από το κίνημα του ρωσικού φουτουρισμού, το οποίο εκπροσωπούσαν προσωπικότητες, όπως ο ποιητής Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι και ο σκηνοθέτης Βσέβολοντ Μέγερχολντ.

Μετά την εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Κεμάλ Ατατούρκ, επέστρεψε στην πατρίδα του. Από το 1924, λοιπόν, εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα της Τουρκίας. Παράλληλα, ανέπτυξε κομμουνιστική δράση, για την οποία συνελήφθη και παρέμεινε στη φυλακή για πολλά χρόνια. Ωστόσο, μετά από παρέμβαση διακεκριμένων προσωπικοτήτων των Τεχνών και των Γραμμάτων, όπως ο Ζαν Πολ Σαρτρ, ο Πάμπλο Πικάσο και ο Πολ Ρόμπεσον, οι οποίοι ζήτησαν την απελευθέρωσή του το 1949, ο Ναζίμ Χικμέτ αποφυλακίστηκε το 1951.

Ειδικότερα, αποφυλακίστηκε το 1951 μετά την αμνηστία που χορήγησε στους πολιτικούς κρατούμενους η νέα κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές εγκαταλείποντας, μάλιστα, τον ίδιο χρόνο, την Τουρκία με σκοπό την εκ νέου εγκατάστασή του στη Μόσχα. Άλλωστε λίγα χρόνια αργότερα, το 1959, του αφαιρέθηκε η τουρκική ιθαγένεια, η οποία του αποδόθηκε ξανά το 2009 από την Τουρκική κυβέρνηση.

Το 1956, λίγο μετά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο, ζήτησε από τους Τουρκοκυπρίους να ζήσουν ειρηνικά με τους Ελληνοκυπρίους και να υποστηρίξουν τον αγώνα τους για την αποτίναξη της Βρετανικής Κατοχής στο νησί.

Ο Ναζίμ Χικμέτ Ραν, όπως ήταν ολόκληρο το όνομά του, έφυγε από τη ζωή όντας εξόριστος στη Μόσχα στις 3 Ιουνίου 1963 από καρδιακή προσβολή. Η επιθυμία του ήταν να ταφεί κάτω από ένα πλάτανο σ’ ένα οποιοδήποτε νεκροταφείο της Μικράς Ασίας και δεν έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα. Αντιθέτως, μετά τον θάνατό του ενταφιάστηκε στο ονομαστό κοιμητήριο της ρωσικής πρωτεύουσας Νοβοντονίτσκι.

Ακολουθούν ορισμένα ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ με αφορμή τη γέννησή του…

Μονάκριβή μου

(σε απόδοση του Γιάννη Ρίτσου)

Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο
μου λες στο τελευταίο σου γράμμα:
«πάει να σπάσει το κεφάλι μου, σβήνει η καρδιά μου,
Αν σε κρεμάσουν, αν σε χάσω θα πεθάνω».

Θα ζήσεις, καλή μου, θα ζήσεις,
Η ανάμνησή μου σαν μαύρος καπνός
θα διαλυθεί στον άνεμο.
Θα ζήσεις, αδελφή με τα κόκκινα μαλλιά της καρδιάς μου
Οι πεθαμένοι δεν απασχολούν πιότερο από ῾να χρόνο
τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα.

Ο θάνατος
Ένας νεκρός που τραμπαλίζεται στην άκρη του σκοινιού
σε τούτον ῾δω το θάνατο δεν αντέχει η καρδιά μου.
Μα να ῾σαι σίγουρη, πολυαγαπημένη μου,
αν το μαύρο και μαλλιαρό χέρι ενός φουκαρά ατσίγγανου
περάσει στο λαιμό μου τη θηλειά
άδικα θα κοιτάνε μες στα γαλάζια μάτια του Ναζίμ να δούν το φόβο.
Στο σούρπωμα του στερνού μου πρωινού
θα δω τους φίλους μου και σένα.
Και δε θα πάρω μαζί μου κάτου από το χώμα
παρά μόνο την πίκρα ενός ατέλειωτου τραγουδιού.

Γυναίκα μου
Μέλισσά μου με τη χρυσή καρδιά
Μέλισσά μου με τα μάτια πιο γλυκά απ᾿ το μέλι
Τι κάθησα και σου ῾γραψα πως ζήτησαν το θάνατό μου.

Η δίκη μόλις άρχισε
Δεν κόβουν δα και στα καλά καθούμενα έτσι το κεφάλι
όπως ένα γογγύλι.
Έλα, έλα, μη μου σκας
Αυτά είναι μακρινά ενδεχόμενα.
Αν έχεις τίποτα λεφτά
Αγόρασέ μου ένα μάλλινο σώβρακο
Μου μένει ακόμα κείνη η ισχιαλγία στο πόδι

Και μην ξεχνάς πως η γυναίκα ενός φυλακισμένου
Δεν πρέπει να ῾χει μαύρες έγνοιες.

Η πιο όμορφη θάλασσα

Να γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο.

Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει.

Τα πιο όμορφα παιδιά
δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα.

Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα.

Κι αυτό που θέλω να σου πω,
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε σ’ τό ‘χω πει ακόμα

Για τη ζωή

Η ζωή δεν είναι παίξε γέλασε
Πρέπει να τήνε πάρεις σοβαρά
Όπως, να πούμε, κάνει ο σκίουρος
Δίχως απ’ όξω ή από πέρα να προσμένει τίποτα
Δε θα `χεις άλλο πάρεξ μοναχά να ζεις.

Η ζωή δεν είναι παίξε γέλασε
Πρέπει να τήνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που έτσι, να πούμε, ακουμπισμένος σ’ έναν τοίχο
Με τα χέρια σου δεμένα
Ή μέσα στ’ αργαστήρι
Με λευκή μπλούζα και μαύρα ματογυάλια
Θε να πεθάνεις, για να ζήσουνε οι άνθρωποι,
Οι άνθρωποι που ποτέ δε θα `χεις δει το πρόσωπό τους
Και θα πεθάνεις ξέροντας καλά
Πως τίποτα πιο ωραίο, τίποτα πιο αληθινό απ’ τη ζωή δεν είναι

Πρέπει να τήνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που θα φυτεύεις, σαν να πούμε, ελιές ακόμα στα εβδομήντα σου
Όχι καθόλου για να μείνουν στα παιδιά σου
Μα έτσι, γιατί το θάνατο δε θα τονε πιστεύεις
Όσο κι αν φοβάσαι
Μα έτσι, γιατί η ζωή θε να βαραίνει πιότερο στη ζυγαριά.

Αυτό ειν’ όλο

Ζω στη φεγγοβολή
που προχωράει
ολόγιομα ειν’ τα χέρια μου
με πόθους
κι ο κόσμος είναι όμορφος πολύ,
μοσκοβολάει

Τα μάτια μου λιμπίστηκαν
τα δέντρα
τα δέντρα που γιομίσανε ελπίδες
και ντύθηκαν την πράσινη στολή
το λιόχαρο δρομάκι προχωράει
σ’ ολόδροσο χαλί
κι απ’ το φεγγίτη με καλεί
στις πράσινες νησίδες
Κι ούτε μυρίζομαι τα φάρμακα
Τ’ αναρωτήριο πια δε μου βρωμάει
-θ’ ανοίξουν τα γαρούφαλα
-η ώρα η καλή!-
Τί τάχα αν είσαι φυλακή;
-Να μη λυγάς!
αυτό ειν’ όλο.
Δεν είναι άλλη συμβουλή.

Πηγή εικόνας: Wiki Commons

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ VIDEOS - ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΛΟΙ

JOBS

Χιλιάδες Θέσεις Εργασίας σε όλη την Ελλάδα

Στελέχη Ξενοδοχειακών Μονάδων

Εποχιακή Εργασία

21-12-2023

Μυκονος

Πληροφορική

Πλήρης Απασχόληση

22-01-2024

Αιγάλεω

⚽🏀 LIVE SCORES

ΠΩΣ ΣΟΥ ΦΑΝΗΚΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;