Γιάννης Ρίτσος:
31 χρόνια λείπει. Όμως δεν είναι τίποτα να λείπει, γιατί το έργο του θα μείνει χαραγμένο στους αιώνες.

31 χρόνια χωρίς τον “ποιητή της Ρωμιοσύνης“. Ο Γιάννης Ρίτσος αποτελεί ένα χρυσό κεφάλαιο για την ποίηση στην Ελλάδα. Ο «Επιτάφιος», η «Ρωμιοσύνη» και η «Σονάτα υπό το Σεληνόφως» είναι τρία από τα πιο γνωστά έργα του.

Γιάννης Ρίτσος: Η ζωή του μεγάλου ποιητή

Τα πρώτα του βιογραφικά στοιχεία, αν και τυχαία, προοικονομούν σημαντικές έννοιες για τη ζωή και το έργο του. Γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909, ενώ οι γονείς του ονομάζονταν, Ελευθέριος και Ελευθερία. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Μονεμβασιά της Λακωνίας. Όμως, σε ηλικία 12 ετών χάνει την μητέρα του και τον αδερφό του από φυματίωση. Αυτά τα δύο γεγονότα στιγμάτισαν την προεφηβική ηλικία του ποιητή και τον έφεραν αντιμέτωπο από νωρίς με την πιο δυσάρεστη πλευρά της ζωή, αλλά και την εύθραυστη έννοια της ευαισθησίας.

Το 1925, ο Γιάννης Ρίτσος, πιάνει την πρώτη του δουλειά ως αντιγραφέας της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Επάγγελμα που μάλλον στα μάτια μας φαντάζει βαρετό, γνωρίζοντας την καλλιτεχνική του εξέλιξη, αλλά και την ευφάνταστη ευφυΐα του.  Τα επόμενα πέντε χρόνια θα είναι αρκετά δύσκολα για τον ποιητή, επαναφέροντάς του άσχημες ενθυμήσεις του παρελθόντος. Ο εύπορος πατέρας του χρεοκοπεί και ο ίδιος, το 1926, προσβάλλεται από την ίδια ασθένεια που έχασε μητέρα και αδερφό, την φυματίωση. To ίδιο έτος, εγγράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών στην οποία όμως δεν μπόρεσε ποτέ να φοιτήσει. Συνέχισε να εργάζεται ως βοηθός βιβλιοθηκαρίου και γραφέας στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας.

Το 1927, νοσηλεύτηκε στην κλινική Παπαδημητρίου και τον επόμενο μήνα στο σανατόριο «Σωτηρία», όπου έμεινε τελικά για τρία χρόνια. Στη «Σωτηρία» ο Ρίτσος γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη και με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής του, ενώ παράλληλα έγραψε κάποια ποιήματά του που δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα της Εγκυκλοπαίδειας «Πυρσός». Από το φθινόπωρο του 1930 και για ένα χρόνο έζησε στα Χανιά, αρχικά στο φθισιατρείο της Καψαλώνας και μετά από προσωπική του καταγγελία των άθλιων συνθηκών ζωής που επικρατούσαν εκεί σε τοπική εφημερίδα, μεταφέρθηκε μαζί με όλους τους τρόφιμους στο σανατόριο Άγιος Ιωάννης.

Το 1931, επιστρέφει στην Αθήνα, όπου η υγεία του βελτιώνεται σταδιακά, όπως και τα οικονομικά του, με τη βοήθεια της αδερφής του Λούλας. Όμως, άλλα δύο άσχημα γεγονότα τον σημαδεύουν, καθώς ο πατέρας του νοσεί ψυχικά και εισάγεται στο Δαφνί, όπου εκεί πεθαίνει. Πέντε χρόνια αργότερα νοσεί ψυχικά και η αγαπημένη του αδερφή Λούλα, η οποία βέβαια, παίρνει εξιτήριο το 1939. Ο Γιάννης Ρίτσος, συγκλονισμένος από την ασθένεια της αδερφής του, συνθέτει «Το τραγούδι της αδελφής μου», ένα από τα ωραιότερα λυρικά της νεοελληνικής ποίησης. Ο Κωστής Παλαμάς, εντυπωσιασμένος από το ποίημα, γράφει τους πάρακάτω στίχους, που στάθηκαν διορατικοί για το ποιητικό μέλλον του Ρίτσου:

Γρήγορο αργοφλοίβισμα της γαλάζιας πλάσης
Να παραμερίσουμε για να περάσης.

Το 1934 άρχισε να αρθρογραφεί από τις στήλες του Ριζοσπάστη κι εξέδωσε την πρώτη του συλλογή με τίτλο «Τρακτέρ», με το ψευδώνυμο Σοστίρ (αναγραμματισμό του επιθέτου του). Τον ίδιο χρόνο έγινε μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του. Το 1935 κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Πυραμίδες» και προσλαμβάνεται ως επιμελητής κειμένων στις εκδόσεις «Γκοβόστη».

Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, παρόλα αυτά συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες το 1942. Στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου εξορίστηκε λόγω της αριστερής δράσης του στο Κοντοπούλι της Λήμνου, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και πολιτεύτηκε στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύτηκε την παιδίατρο Φηλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Έρη (1955). Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοουμένων και δημοσιογράφων και την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος».

Όταν ξέσπασε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, οι φίλοι του τον ειδοποίησαν να κρυφτεί, εκείνος όμως δεν έφυγε. Τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στον Ιππόδρομο του Φαλήρου. Στα τέλη Απριλίου μεταφέρθηκε στη Γυάρο και αργότερα στο Παρθένι της Λέρου. Το 1968, νοσηλεύθηκε στον «Άγιο Σάββα» και στη συνέχεια τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του στο Καρλόβασι της Σάμου. Το 1970 επέστρεψε στην Αθήνα, μετά όμως από άρνησή του να συμβιβαστεί με το καθεστώς του Παπαδόπουλου εξορίστηκε εκ νέου στη Σάμο ως το τέλος του χρόνου που μπήκε για εγχείρηση στη Γενική Κλινική Αθηνών. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.

Μετά την πτώση της Δικτατορίας και την Μεταπολίτευση, διαμένει και δημιουργεί στην Αθήνα, με το έργο του να πλουτίζει ολοένα και περισσότερο, αριθμητικά και ποιοτικά. Το 1975, αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τιμήθηκε με το μεγάλο γαλλικό βραβείο ποίησης «Αλφρέ ντε Βινί». Τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν» στη Μόσχα. Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια αναγορεύσεις του σε διάφορα ξένα πανεπιστήμια: Μπίρμιγχαμ , Καρλ Μαρξ, της Λειψίας και Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1986 του απονεμήθηκε το βραβείο «Ποιητής διεθνούς ειρήνης» του ΟΗΕ.

Αφήνει την τελευταία του πνοή στις 11 Νοεμβρίου 1990 και έπειτα από επιθυμία του ενταφιάζεται στην γενέτειρά του, τη Μονεμβασιά.

Η Ρωμιοσύνη -Μία μεγάλη στιγμή του έργου του

Το 1954 εκδίδεται για πρώτη φορά, ως τμήμα της συλλογής του Ρίτσου, «Αγρύπνια», η «Ρωμιοσύνη» που γράφτηκε τη διετία 1945-1947.

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Το 1966 η «Ρωμιοσύνη», όπως πριν λίγα χρόνια και ο «Επιτάφιος», μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδήθηκε μοναδικά από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Όπως αργότερα τραγουδήθηκε και από όλο το ελληνικό έθνος, ανοίγοντας διάπλατα τις πόρτες του, στη ποίηση, που πλέον δεν αποτελεί προνόμιο της ελίτ.

Ο τεράστιος όγκος του έργου του και οι μεταφράσεις έργων ξένων ποιητών

Το κύριο σώμα του έργου του συγκροτούν πάνω από 100 ποιητικές συλλογές, 9 πεζογραφήματα και 4 θεατρικά έργα. Ο Γιάννης Ρίτσος, μετέφρασε ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ και πολλών άλλων Ούγγρων, Τσέχων και Γερμανών ποιητών. Όταν πέθανε, άφησε πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές.

Ας τον τιμήσουμε, με κάποιους στίχους του που θα μείνουν χαραγμένοι στους αιώνες…

Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, ―εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,
Να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.

 

Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου.Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ᾿ εμένα.

 

Κάποτε θ’ ανταμώσουμε στους λόφους του ήλιου. Μην ξεχνάς.
Περπάτα.

 

Να λείπεις –δεν είναι τίποτα να λείπεις.
Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα
που γι’ αυτά έχεις λείψει,
θα ‘σαι για πάντα
μέσα σ’ όλο τον κόσμο.

Διαβάστε ακόμη:

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ VIDEOS - ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΛΟΙ

JOBS

Χιλιάδες Θέσεις Εργασίας σε όλη την Ελλάδα

Πληροφορική

Πλήρης Απασχόληση

22-01-2024

Αιγάλεω

Υπάλληλοι γραφείου

Πλήρης Απασχόληση

05-03-2024

Ταύρος

⚽🏀 LIVE SCORES
27 Απρ. 2024
Αστ
20:00
-
ΟΦΗ
27 Απρ. 2024
Βόλ
20:00
-
Παν
27 Απρ. 2024
ΠΤΡ
20:15
-
ΛΑΥ
27 Απρ. 2024
ΠΑΟΚ
20:15
-
ΜΑΡ

ΠΩΣ ΣΟΥ ΦΑΝΗΚΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

 2