Μίλτος Σαχτούρης: Δέκα ποιήματά του με αφορμή τα 102 χρόνια από τη γέννησή του
Σαν σήμερα, το 1919, γεννήθηκε ο Μίλτος Σαχτούρης.

Ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες μεταπολεμικούς ποιητές, ο οποίος γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 29 Ιουλίου 1919 και έφυγε από τη ζωή πάλι στην Αθήνα, στις 29 Μαρτίου 2005.

Ο Μίλτος Σαχτούρης ήταν γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους, Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελικής Παπαδήμα, ενώ η οικογένεια του πατέρα του είχε καταγωγή από την Ύδρα με μεγάλη ιστορία στο πολεμικό ναυτικό. Στην ηλικία των 5 ετών ο ποιητής και η οικογένειά του μετακόμισαν στην Αθήνα, όπου μεγάλωσε. Μετά από επίμονη παρότρυνση του πατέρα του ο Μίλτος Σαχτούρης το 1937 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ένα χρόνο αργότερα, το 1938, δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Mίλτος Xρυσάνθης ένα διήγημα στο περιοδικό Εβδομάδα. Δυστυχώς, το 1939 έφυγε από τη ζωή ο πατέρας του και έτσι, ο Μίλτος Σαχτούρης αποφάσισε να επιδοθεί ολοκληρωτικά στην ποίηση, με αποτέλεσμα λίγα χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του, το 1944, και όντας τεταρτοετής φοιτητής να κάψει τα βιβλία που διάβαζε και να πουλήσει την βιβλιοθήκη του πατέρα του με τα νομικού περιεχομένου βιβλία.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έπασχε από φυματίωση με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Ωστόσο, δε συνέβη το ίδιο την εποχή του Εμφυλίου, όταν και αποφάσισε να υπηρετήσει το στρατό.

Οι κριτικοί άρχισαν να στρέφουν το ενδιαφέρον τους προς την ποίησή του κατά τη δεκαετία του 1960, ενώ μερικοί από τους πιο αξιόλογους ακαδημαϊκούς και κριτικούς, όπως οι Δ. Μαρωνίτης και Γιάννης Δάλλας, ασχολήθηκαν με το έργο του. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Μίλτος Σαχτούρης τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία του, ποιήματά του εντάχθηκαν σε σχολικά εγχειρίδια, με ένα να αποτελεί μέρος της ύλης των Πανελληνίων εξετάσεων στο παρελθόν.

Τα ποιήματά του, μάλιστα, έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες όπως Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Ρωσικά, Ιταλικά, Ολλανδικά, Ισπανικά και Πολωνικά.

Πολιτικά έτεινε προς την Αριστερά, αλλά δεν ήταν απολύτως ενταγμένος σε αυτήν. Όσον αφορά την προσωπική του ζωή, δεν νυμφεύτηκε ποτέ, αλλά από το 1960 έως και το 2005 που έφυγε από τη ζωή διατηρούσε δεσμό με την σύντροφό του και ζωγράφο, Γιάννα Περσάκη.

Ακολουθούν μερικά ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη με αφορμή τα γενέθλιά του.

1. Η αγρύπνια

Όλοι κοιμούνται
κι εγώ ξαγρυπνώ
περνώ σε χρυσή κλωστή
ασημένια φεγγάρια
και περιμένω να ξημερώσει
για να γεννηθεί
ένας νέος θεός
μες στην καρδιά μου
την παγωμένη
από άγρια φαντάσματα
και τη μαύρη πίκρα.

Το άσπρο περιστέρι
στον Γιώργο Στενό

Σήμερα ήρθε και κάθισε στο περβάζι
του παραθύρου μου
ένα άσπρο περιστέρι.
— Τι γυρεύεις εδώ, του είπα,
μήπως σου δώσαν λάθος διεύθυνση;
— Καθόλου, μου απάντησε, τι νομίζεις
το περβάζι σου είναι μόνο
για μαύρα πουλιά;
Έκανε δύο τρεις βόλτες πάνω κάτω,
άφησε μια κουτσουλιά και πέταξε,
αφήνοντάς με έκπληκτο!

Έρχεται φέτος κουρασμένη
η Άνοιξη
(να) κουβαλάει τόσα χρόνια
τα λουλούδια πάνω της.

3. Οι εχθροί της Άνοιξης

Σκοτεινοί άνθρωποι
στις γωνιές την παραμονεύουν
για να την τσακίσουν.

Αυτή όμως
με κρότο
ανάβει ένα-ένα
τα λουλούδια της
στα μάτια τους τα ρίχνει
(για) να τους στραβώσει.

4. Χειμώνας

Τι ωραία που μαραθήκαν τα λουλούδια
τι τέλεια που μαραθήκαν
κι αυτός ο τρελός να τρέχει στους δρόμους
με μια φοβισμένη καρδιά χελιδονιού
χειμώνιασε και φύγανε τα χελιδόνια
γέμισαν οι δρόμοι λάκκους με νερό
δυο μαύρα σύννεφα στον ουρανό
κοιτάζονται στα μάτια αγριεμένα
αύριο θα βγει στους δρόμους και η βροχή
απελπισμένη
μοιράζοντας τις ομπρέλες της
τα κάστανα θα τη ζηλεύουν
και θα γεμίσουν μικρές κίτρινες ζαρωματιές
θα βγουν κι οι άλλοι έμποροι
αυτός που πουλάει τ’ αρχαία κρεβάτια
αυτός που πουλάει τις ζεστές-ζεστές προβιές
αυτός που πουλάει το καυτό σαλέπι
κι αυτός που πουλάει θήκες από κρύο χιόνι
για τις φτωχές καρδιές

5. Οι απομείναντες

Όμως υπάρχουν ακόμα
λίγοι άνθρωποι
που δεν είναι κόλαση
η ζωή τους

υπάρχει το μικρό πουλί ο κιτρινολαίμης
η Fraulein Ramser
και πάντοτε του ήλιου οι απομείναντες
οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι

ψάξε καλά
βρες τους, Ποιητή!
κατάγραψέ τους προσεχτικά
γιατί όσο παν και λιγοστεύουν

λιγοστεύουν.

6. Τα δώρα

Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν
μια γυναίκα μου χαμογέλασε
ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί
Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό
Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει;
ναι τη καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής

7. Η νοσταλγία γυρίζει

Η γυναίκα γδύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι
ένα φιλί ανοιγόκλεινε πάνω στο πάτωμα
οι άγριες μορφές με τα μαχαίρια αρχίσαν να ξεπροβάλλουν στο ταβάνι
στον τοίχο κρεμασμένο ένα πουλί πνίγηκε κι έσβησε
ένα κερί έγειρε κι έπεσε απ’ το καντηλέρι
έξω ακουγόνταν κλάματα και ποδοβολητά

Άνοιξαν τα παράθυρα μπήκε ένα χέρι
έπειτα μπήκε το φεγγάρι
αγκάλιασε τη γυναίκα και κοιμήθηκαν μαζί

Όλο το βράδυ ακουγόταν μια φωνή:

Οι μέρες περνούν
το χιόνι μένει

8. Όταν

Όταν κλείνω τα μάτια
ξεκινάει από μακριά
η αγαπημένη έρχεται
και με κοιτάζει

όταν σβήνω το φως
έρχεται ο θάνατος και
μου φιλά τα χέρια.

9. Αστεροσκοπείο

Διαρρήχτες του ήλιου
δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα
δεν ξέρουν τι χρώμα έχει ο ουρανός

Σε σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι
δεν ξέρουν αν θα πεθάνουν
παραμονεύουν
με μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπια
με τ’ άστρα στην τσέπη τους βρομισμένα με ψίχουλα
με τις πέτρες των δειλών στα χέρια
παραμονεύουν σ’ άλλους πλανήτες το φως

Να πεθάνουν

Να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της
από το χρώμα του το κάθε λουλούδι
από το χάδι του το κάθε χέρι
απ’ τ’ ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί

10. Ορυχείο

Σου γράφω γεμάτη τρόμο μέσα από μια στοά νυχτερινή
φωτισμένη από μιαν ελάχιστη λάμπα σα δαχτυλήθρα
ένα βαγόνι περνάει από πάνω μου προσεχτικά
ψάχνει τις αποστάσεις του μη με χτυπήσει
εγώ πάλι άλλοτε κάνω πως κοιμάμαι άλλοτε
πως μαντάρω ένα ζευγάρι κάλτσες παλιές
γιατί έχουν όλα γύρω μου παράξενα παλιώσει

Στο σπίτι
χτες
καθώς άνοιξα τη ντουλάπα έσβησε γίνηκε
σκόνη μ’ όλα τα ρούχα της μαζί
τα πιάτα σπάζουν μόλις κανείς τ’ αγγίξει
φοβάμαι κι έχω κρύψει τα πηρούνια και τα μαχαίρια
τα μαλλιά μου έχουν γίνει κάτι σαν στουπί
το στόμα μου άσπρισε και με πονάει
τα χέρια μου είναι πέτρινα
τα πόδια μου είναι ξύλινα
με τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρά παιδιά
δεν ξέρω πώς γίνηκε και με φωνάζουν μάνα

Θέλησα να σου γράψω για τις παλιές μας τις χαρές
όμως έχω ξεχάσει να γράφω για πράγματα χαρούμενα

Να με θυμάσαι

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ VIDEOS - ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΛΟΙ

JOBS

Χιλιάδες Θέσεις Εργασίας σε όλη την Ελλάδα

Παραγωγή

Πλήρης Απασχόληση

09-01-2024

Κηφισιά

Επιστήμες

Μερική Απασχόληση

31-01-2024

Ξηροκρηνη

400

⚽🏀 LIVE SCORES
01 Μαϊ. 2024
Μπο
22:00
-
Παρ
02 Μαϊ. 2024
Ast
22:00
-
Ολυ
01 Μαϊ. 2024
ΦΕΝ
20:45
-
ΜΟΝ
01 Μαϊ. 2024
ΜΠΑ
21:30
-
Ρεάλ

ΠΩΣ ΣΟΥ ΦΑΝΗΚΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

  
 1