Κάθε στιγμή κι ένα Κεφάλαιο: Εκείνος

ekeinos

Τον είχε δει.

Για την ακρίβεια, τον είχε ξανά-δει!

Περπατούσε με το γνώριμο σίγουρο και σταθερό βηματισμό του, που τόσο την εντυπωσίαζε. Φορούσε ένα κοντομάνικο μπλουζάκι. Τι ωραία που του πήγαινε! Ήταν αυτό που του είχε πάρει εκείνη πέρυσι. Και πρέπει να γυμνάζεται πιο εντατικά τώρα, γιατί είχε δει τα μπράτσα του να δείχνουν πιο καλοσχηματισμένα και το θώρακά του να φαίνεται πιο στητός. Από κάτω φορούσε ένα τζιν, που έδενε σαν σύνολο πολύ ωραία με τα πάνινα παπούτσια. Πολύ μοντέρνο ντύσιμο. Όπως του είχε υποδείξει να κάνει. Παρόλο που ήταν ξεροκέφαλος, τελικά μια χαρά είχε εφαρμόσει όσα του είχε πει από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε.

Η πρώτη στιγμή…

Την θυμόταν ακόμη. Την είχε κοιτάξει στα μάτια και της έσφιξε το χέρι δυνατά, σίγουρα, αλλά όχι με τρόπο που να την πονάει. Τα μάτια του δεν είχαν πεταρίσει καθόλου. Ένιωθε ότι την σκάναρε και ότι έμπαινε στο μυαλό της. Ήταν τόσο έντονη η στιγμή, που όσοι ήταν παρόντες, τις επόμενες μέρες της έλεγαν το ίδιο πράμα: “Ήταν ολοφάνερο ότι υπήρξε κάτι μεταξύ σας. Μωρή τον γουστάρεις!”. Φυσικά και εκείνη είχε σπεύσει να τους διαψεύσει όλους. Όμως σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορείς να αποφύγεις κάτι τόσο προφανές.

Δύο μέρες μετά τον είχε παρακολουθήσει να παίζει έναν κωμικό ρόλο σε μια παράσταση. Το θυμόταν σαν χθες. Την είχε μαγνητίσει. Όχι ο τρόπος που έπαιζε, ούτε ο ίδιος ο ρόλος. Αλλά η ευκολία με την οποία όλοι στο κοινό ταυτίζονταν μαζί του, ακόμη και η ίδια. Ο τρόπος με τον οποίο έκανε τους πάντες να προβληματιστούν με τα ερωτήματα που σου γεννούσε η παράσταση και να γελάσουν με την ψυχή τους με τα κομμάτια που υπήρχε μια αποφόρτιση της κορύφωσης.

Το ίδιο βράδυ άθελά της τον είχε πάει κόντρα. Άθελά της. Μια κουβέντα ήταν αυτό. Είχε λειτουργήσει το υποσυνείδητό της και είχε ανασύρει την κλασική στρατηγική που χρησιμοποιεί κάθε άνθρωπος όταν είναι μικρός: την κόντρα. Ο πρωταρχικός τρόπος να τραβήξεις την προσοχή κάποιου, προερχόμενος από τα ζωώδη ένστικτα των ανθρώπων. Όπως τα ζώα κάνουν επίδειξη ή “πειράζουν” το αντίθετο φύλο για να τους προσέξει, έτσι κι εκείνη υπέπεσε σε αυτό το παιδιάστικο λάθος. Παρόλα αυτά, προς μεγάλη της έκπληξη, εκείνος ανταποκρίθηκε. Η κόντρα συνεχίστηκε σαν παιχνίδι. Σαν ένα περίεργο κάλεσμα του ενός προς τον άλλο. Και τελικά κατέληξε σε δύο φράσεις:

“Θα με κάνεις να αναθεωρήσω την αδυναμία που δείχνω στις μελαχρινές.”

“Θα σε κάνω να πάρεις πίσω αυτό που είπες μόλις τώρα…”

Τόσο απλά. Της βγήκε η απάντηση τόσο φυσικά που κι εκείνη ακόμη αιφνιδιάστηκε. Μαζεύτηκε. Το ξανασκέφτηκε. Δεν ήταν σίγουρη. Βασικά ποτέ της δεν ήταν σίγουρη. Αλλά κάτι την τραβούσε πάνω του. Ένιωθε σαν να έπαιρνε πράματα από εκείνον. Αλλά αυτή η ροή να είναι ασταμάτητη και μάλιστα να έχει θετικό αντίκτυπο πάνω της. Δεν μπόρεσε να τη διακόψει. Δεν μπόρεσε να αποτραβηχτεί. Εκείνη ήταν που έκανε ένα βήμα προς εκείνον. Του μίλησε σε μια ανύποπτη φάση. Αλλά πάλι μαζεύτηκε όταν βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο. Της είχε πει “τελικά δε με έκανες να αλλάξω γνώμη!”. Ήταν προφανές: την προκαλούσε. Μα τι χαζή που ήταν! Γιατί τρόμαξε; Τι την τρόμαζε; Εκείνος; Ή μήπως ο ίδιος της ο εαυτός;

“Μαρίνα…”
Ξαφνικά, επανήλθε. Τόση ώρα είχε χαθεί στις σκέψεις της.
“Μαρίνα, τι σκέφτεσαι;”

Γύρισε και κοίταξε τον Αντώνη. Ένας πολύ ωραίος άνδρας. Με όλα όσα ήθελε εκείνη. Είχε όλα όσα ζητούσε. Βασικά… είχε όλα όσα ζητούσε; Του χαμογέλασε.

“Τίποτα…”
“Είσαι καλά;”
“Ναι, ναι, απλά λίγο κουρασμένη είμαι.”

Της χαμογέλασε κι εκείνος και έπλεξε τα δάχτυλά του με τα δικά της. Έφερε το άλλο χέρι του γύρω από τους ώμους της και την αγκάλιασε. Συνέχισαν να βλέπουν την ταινία έτσι. Ή τουλάχιστον, εκείνος συνέχισε να παρακολουθεί την ταινία. Εκείνη είχε βάλει μια ταινία στο μυαλό της να παίζει εδώ και ώρα και δεν μπορούσε να τη σταματήσει.

Πέντε λεπτά αργότερα, βρήκε μια δικαιολογία και πήγε στην τουαλέτα και κλείδωσε. Δάκρυσε. Δεν μπόρεσε να το συγκρατήσει. Έβαλε τα κλάματα. Τα μάτια της θόλωσαν.

Έβλεπε εικόνες του μπάνιου να μπερδεύονται με εικόνες εκείνου.

Τον έβλεπε…

Ξανά.

Πλέον περπατούσε μέσα στη νύχτα. Ένα δροσερό αεράκι έπαιρνε απαλά τούφες από τα μαλλιά της και τις έφερνε στο μέτωπό της. Μερικές κόλλησαν πάνω στα δακρυσμένα της μάγουλα. Περπατούσε, αλλά δεν ήξερε το για πού.

Σκεφτόταν πολλά πράματα. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που τη φίλησε. Της χαμογελούσε. Την κοιτούσε στα μάτια. Τι ωραίο που ήταν αυτό το πράμα: να την κοιτάζει στα μάτια τόσο έντονα. Και ξαφνικά είχε φέρει τα χέρια του στα μάγουλά της, έκανε τον περισσότερο δρόμο προς το πρόσωπό της εκείνος και απλώς την κράτησε για μερικές στιγμές εκεί όταν τη φίλησε. Τόσο απαλά. Αλλά συγχρόνως είχε και κάτι το άγριο. Κάτι το δυναμικό, το κτητικό. Αλλά όχι το επιδεικτικά κτητικό. Την αίσθηση εκείνη που έχεις όταν σε κρατάει στην αγκαλιά του κάποιος. Που θες να είσαι δική του κατά μία έννοια. Και ύστερα όταν αποτραβήχτηκε, εκείνη δεν ήξερε τι να κάνει. Τίναξε τα χέρια της με παιχνιδιάρικη διάθεση σα να του έλεγε “τι κάνεις;”.

Δεν ήξερε τι να κάνει. Γαμώτο! Ποτέ δεν ξέρει. Αλλά όταν είναι εκείνος εδώ… όταν ήταν δηλαδή, γιατί πλέον δεν μιλάνε καν. Όταν ήταν εκείνος εδώ, τη συμβούλευε. Αλλά δε της υποδείκνυε τι να κάνει. Τις ανέλυε τις δικές τις επιλογές και βοηθούσε τις σκέψεις της να μπουν σε μια σειρά. Αν ήταν εδώ τώρα, θα ήξερε τι να κάνει. Τώρα νιώθει όπως πάντα: χαμένη σε μια άβυσσο από ανακατεμένες σκέψεις.

Μια τέτοια σκέψη ξεπετάχτηκε στο μυαλό της. Η μέρα που έκλαψε μπροστά του. Και δεν ήταν λίγο πράμα. Είναι εγωίστρια η Μαρίνα. Δεν θα έδινε ποτέ σε κανένα τη χαρά να τη δει να σπάει. Όμως με εκείνον ήταν αλλιώς. Έκλαιγε. Έκλαιγε μπροστά του. Εκείνο το απόγευμα. Ξαφνικά. Εκεί που καθόταν στην αγκαλιά του. Δεν ήξερε τι της συνέβει. Εκείνος την είχε κρατήσει μέσα στα χέρια του, της είχε σκουπίσει τα μάτια από τα δάκρυα. Την είχε ρωτήσει τι συνέβει. Είχε κάτσει με υπομονή και ενδιαφέρον να την ακούσει. Την είχε παροτρύνει να ακολουθήσει αυτό που αποζητούσε. Και το είχε κάνει.

Τότε φάνηκε τόσο απλό. Και απλώς της το είχε πει. Σα να της φώτιζε τη σωστή πόρτα σε ένα δωμάτιο με πολλές εξόδους. Αλλά δε της φώτιζε μια οποιαδήποτε πόρτα. Της φώτιζε πάντα εκείνη που η ίδια ήθελε. Αν η ίδια άλλαζε στην πορεία γνώμη, εκείνος της κρατούσε πάντα το χέρι και με το άλλο άνοιγε την νέα πόρτα.

Και είχε ξανακλάψει. Και μέσα σε εκείνα τα δάκρυα στριμώχτηκαν όλα όσα ένιωθε για εκείνον. Όπως και οι δύο τους είχαν στριμωχτεί σε μερικά εκατοστά άμμου σε μια κατά τα άλλα άβολη παραλία, κάποιο βράδυ του φθινοπώρου. Ήταν τόσο πιεσμένη. Και όμως εκείνος έκανε κάτι τόσο απλό: ήρθε και την πήγε σε εκείνο το σημείο για να ξεσπάσει. Και να ξεσκάσει. Δε μίλησαν καθόλου. Άλλωστε και η ίδια δεν ήξερε τι να πει. Γαμώτο! Τι χαζή που ήταν; Ας έλεγε κάτι. Αφού εκείνος πάντα ήξερε τι να της απαντήσει. Θα της χαμογελούσε λογικά και θα της κρατούσε το χέρι. Και αυτό ακόμη αρκούσε.
Τώρα περπατούσε μόνη της μέσα στη νύχτα και δεν ήξερε τίποτα. Είχε τα πάντα. Γιατί τόσο καιρό της τριβέλιζε το μυαλό εκείνος; Μήπως ήταν αυτή η περίεργη επικοινωνία που είχαν;

“Λες να με σκέφτεται και να το νιώθω;” μονολόγησε.

Κοίταξε γύρω της μήπως την είχε ακούσει κανείς. Τίποτα. Απόλυτη ησυχία. Ευτυχώς, γιατί το τελευταίο που θα ‘θελε τώρα είναι να την περάσουν για τρελή. Σκούπισε τα δάκρυά της με την ανάστροφη της παλάμης της και παρατήρησε το χώρο γύρω της. Είχε φτάσει στον εμπορικό πεζόδρομο, που τώρα ήταν ήσυχος λόγω του βραδινού της ώρας. Άρχισε να περπατάει ξανά. Κοιτούσε τα μαγαζιά δεξιά και αριστερά σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τον βγάλει από το μυαλό της.

Και αυτό συγκεκριμένα το είχε παλέψει πολύ. Είχε κάνει τα πάντα για να τον διαγράψει από το μυαλό της. Αδύνατον! Αντίθετα, εκείνος φαινόταν να την είχε ξεχάσει. Δεν της έδινε καν σημασία. Μα πώς γινόταν αυτό; Πόσο ψυχρός έμοιαζε τώρα; Σε αντίθεση με το πόση ζεστασιά θυμόταν να μοιράζονται οι δυο τους.

Τότε χαμογελαστός και ευδιάθετος. Τώρα σοβαρός και έχοντας σκληρύνει το πρόσωπό του τόσο που δεν μπορούσες να καταλάβεις τι σκεφτόταν. Τότε της κρατούσε το χέρι και την παρατηρούσε, ενώ τα μάτια του έλαμπαν. Τώρα τα χέρια του είναι κρυμμένα στις τσέπες του τζιν όταν τον βλέπει και τα μάτια του πιο σκοτεινά από ποτέ.

Προφανώς για να μην με προσέγγισε τόσο καιρό, τότε δε με θέλει, σκέφτηκε. Δάκρυα ανέβηκαν πάλι στα μάτια της. Φούντωσε μαζί και ο εγωισμός της. Αν δε με θέλει μια, δεν τον θέλω χίλιες, σκέφτηκε από εγωισμό. Ξέσπασε σε λυγμούς. Έκλαιγε γιατί ήξερε την αλήθεια. Η ξεροκεφαλιά μου και ο εγωισμός μου με έφεραν εδώ, είπε στην εαυτό της. Ξανασκούπισε τα δάκρυά της και ρούφηξε τη μύτη της. Δεξιά της ένα μηχάνημα αυτόματης ανάληψης μετρητών έκανε τον γνώριμο ήχο προειδοποίησης ότι έπρεπε κάποιος να τραβήξει την κάρτα έξω αφού είχε ολοκληρώσει τη συναλλαγή του. Γύρισε το κεφάλι της προς τα εκεί και είδε μια κοπέλα να τραβάει βιαστικά την κάρτα της από το μηχάνημα και ύστερα τα λεφτά της.

Και τότε θυμήθηκε την πραγματικά πρώτη φορά που τον είχε δει. Εκείνη είχε πάει σε ένα παρόμοιο μηχάνημα για να σηκώσει λεφτά. Φτάνοντας κοντά είδε ότι το μηχάνημα δεν λειτουργούσε και ετοιμάστηκε να βρίσει από μέσα της, όταν άκουσε μια φωνή πίσω της.
“Αν δεν λειτουργεί, έχει ένα άλλο στην πλατεία. Ξέρω, είναι σπαστικό, αλλά δεν έχουμε πολλές επιλογές.”

Γύρισε και είδε ένα χαμόγελο να την περιμένει. Ήταν ψηλότερος από εκείνη, αλλά όχι τόσο ώστε να μην συναντηθούν τα βλέμματά τους. Την κοιτούσε στα μάτια, ενώ τα χείλη του είχαν κολλήσει στο μισοφέγγαρο που σχημάτισαν πριν. Αμήχανη στιγμή; Όχι, εκείνος ήξερε τι να κάνει.

“Παίζει να με άκουσες ή απλά με χαζεύεις;” της είπε με φανερά πειρακτική διάθεση.
Εκείνη χαμογέλασε. Τον ευχαρίστησε και έφυγε. Τότε είχε σκεφτεί “Ποιος είναι αυτός;”. Τότε της είχε περάσει αστραπιαία από το μυαλό να γυρίσει πίσω, να βρει κάτι να πει. Αλλά, βέβαια: ΠΟΤΕ δεν έβρισκε κάτι να πει. Τίποτα δεν επιδίωκε στη ζωή της. Όπως τώρα!

Κλώτσησε ένα κουτάκι αναψυκτικού που βρήκε μπροστά της και το παρακολούθησε να διασχίζει το δρόμο με γκελ. Και ύστερα σταμάτησε να το ακολουθεί με το βλέμμα της…
Πώς είχε έρθει ως εδώ;

Κοίταζε με απορία την πολυκατοικία ευθεία μπροστά της και αμφιταλαντεύτηκε μερικές στιγμές. Ύστερα πέρασε το δρόμο. Διέσχισε την ανοικτή πόρτα και πάτησε το διακόπτη για το φως. Σταμάτησε. Πήρε μια ανάσα. Άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά. Περνούσε τους ορόφους έναν έναν και ένιωθε την καρδιά της να πάει να σπάσει. Τελικά, στο όροφο που ήξερε, έστριψε δεξιά και έκανε μερικά βήματα προς δύο πόρτες. Στράφηκε σε εκείνη στα δεξιά της και κοντοστάθηκε. Τέντωσε το χέρι της προς το κουδούνι, αλλά σταμάτησε αμέσως.

Τον άκουγε. Και δε το φανταζόταν. Μια φωνή μέσα από το διαμέρισμα. Η δική του φωνή. Κάτι έλεγε στο τηλέφωνο. Έκανε να φύγει, όταν η πόρτα ξαφνικά άνοιξε.
Ο χρόνος είχε σταματήσει. Το ίδιο και η καρδιά της. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και έμειναν εκεί. Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει, όταν είδε το πρόσωπό του να αλλάζει από την αρχική έκπληξη στην συνηθισμένη ψυχρή αγέλαστη έκφρασή του. Η Μαρίνα χαμήλωσε το βλέμμα. Μερικά δευτερόλεπτα μετά γύρισε να φύγει.

“Έφτασες μέχρι εδώ και απλά θα φύγεις;” τον άκουσε να της λέει.

Γύρισε προς το μέρος του. Θυμός και εγωισμός την έπνιξαν. Ετοιμάστηκε να του ανταπαντήσει, αλλά αντί αυτού χάθηκε στα μάτια του. Τι ήταν αυτό; Τι έβλεπε; Μέσα του δεν ήταν ψυχρός!

“Σ’ αγαπώ…” κατάφερε να ψελλίσει.

Εκείνος την κοίταξε μερικές στιγμές χωρίς να αλλάξει η έκφρασή του και ύστερα χαμογέλασε.

“Άργησες…” της είπε και άνοιξε τα χέρια του να την αγκαλιάσει.

“Το ξέρω”, του απάντησε και τα δάκρυά της άρχισαν να κυλάνε πάλι. Αυτή τη φορά από χαρά. Αυτή τη φορά από ευτυχία! Ήθελε να μείνει εκεί. Ανάμεσα στην αγκαλιά του. Ένιωθε ασφαλής. Αλλά πάνω απ’ όλα ευτυχισμένη!

Ευτυχισμένη γιατί ήταν μαζί του εκείνη τη στιγμή.

Γιατί ήταν εκείνος.

Κείμενο που μας έστειλε ο Άγγελος Λύκου και τον ευχαριστούμε πολύ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ VIDEOS - ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΛΟΙ

JOBS

Χιλιάδες Θέσεις Εργασίας σε όλη την Ελλάδα

Υπάλληλοι γραφείου

Πλήρης Απασχόληση

09-01-2024

Αθήνα

Χωρίς κατηγορία

Όλοι οι τύποι εργασίας

21-03-2024

Θεσσαλονικη

⚽🏀 LIVE SCORES

ΠΩΣ ΣΟΥ ΦΑΝΗΚΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;