Ένα Σάββατο στην Φρανκφούρτη...‏

frankfurt

Σε πείσμα όλων όσων προσπάθησαν να με αποτρέψουν από το να επισκεφθώ την Φρανκφούρτη, περιγράφοντάς μου την ως μια αδιάφορη μεγαλούπολή της Γερμανίας που υφίσταται μόνο και μόνο για να στεγάζει επιχειρήσεις σε κάτι άχαρους ουρανοξύστες-σύμβολά του μισητού καπιταλισμού, ο γράφων ήταν γι’ ακόμα μια φορά αποφασισμένος να κινηθεί κόντρα σε παραινέσεις, συμβουλές και σε οτιδήποτε άλλο εξωγενές δύναται ενίοτε να μας εμποδίζει να ακολουθήσουμε το ρεύμα της βούλησης και των ενστίκτων μας. Την Φρανκφούρτη ήθελα να την επισκεφθώ λοιπόν για πολλούς και διαφόρους λόγους. Πρώτα- πρώτα για να τεστάρω αν όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί περί της εν λόγω πόλης ήταν αληθείς και βάσιμοι. Ήταν πράγματι δηλαδή η Φρανκφούρτη μια άχαρη αντιαισθητική τσιμεντούπολη γεμάτη ψυχρούς και άψυχους τεχνοκράτες ή μήπως η πραγματικότητα διέφερε των περιγραφών; Κατά δεύτερον, ακόμα κι αν τα πράγματα ήταν τόσο τραγικά, θεωρούσα ενδιαφέρον να γνωρίσω από κοντά και να βιώσω τους ρυθμούς μιας εκ των πόλεων στην οποία χτυπά η καρδιά της οικονομικής ζωής της Ευρώπης. Τα γραφεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με το τεράστιο Ευρώ (και φετίχ;;) στην είσοδό τους ήταν για μένα ένα αρκετά δελεαστικό αξιοθέατο. Τρίτον, η Φρανκφούρτη, όπως και η Βασιλεία, είναι πόλεις που δεν αποτελούν πόλο έλξης για τουρίστες, κι έτσι μπορεί κανείς να αφουγκραστεί ανενόχλητος από αλλοτριωτικές εμπορικές παρεμβάσεις τον καθημερινό τρόπο ζωής των κατοίκων, που δεν βιοπορίζονται τέρποντας παντοιοτρόπως τους επισκέπτες τους… Το μόνο φολκλόρ στοιχείο της πόλης που πρέπει να ομολογήσω πως ετίμησα δεόντως ήταν η παγωμένη μπύρα με τις ποικιλίες από λουκάνικα (όλα σε πολύ λογικές-προσιτές τιμές). Τέταρτον και τελευταίο μα και αναμφίβολα σημαντικότερο, στην Φρανκφούρτη είχα –ή πίστευα ότι έχω- δυο καλούς φίλους που θα τους συναντούσα όταν έφθανα εκεί. Και λέω «πίστευα», γιατί η Isabelle, ερασμιακή μου φίλη από τα χρόνια της Τoulouse, με ειδοποίησε τελευταία στιγμή πως δεν θα μπορούσε τελικά να εγκαταλείψει το Βερολίνο (όπου και βρίσκεται για stage) για να με συναντήσει στην γενέτειρά της, για την οποία τόσες ιστορίες μου είχε διηγηθεί πίνοντας ζεστή σοκολάτα σε κάτι bistro του γαλλικού νότου. Κι έτσι, μοναδικό ανθρώπινο κίνητρο έμεινε ο συνάδελφος δημοσιογράφος και φίλος Κωνσταντίνος Καούρας, που σπούδαζε την Νομική σε ερασμιακά πλαίσια και έμελλε να αποτελέσει για μένα τον ξεναγό, τον ξενοδόχο, αλλά πάνω απ’ όλα έναν ευχάριστο και ενδιαφέροντα συζητητή κατά τη διάρκεια των ατέρμονων περιπάτων μας στις πλατειές λεωφόρους και τα μεγάλα πεζοδρομία της πόλης.

Καθώς το τρένο έφθανε στον προορισμό του, το μάτι μου που είχε καλομάθει από τα καλαίσθητα καταπράσινα ελβετικά λιβάδια, έπρεπε να συνηθίσει όχι μόνο στις λιγότερο προσεγμένες καλλιέργειες αλλά και στην θέα ενός άκομψου βιομηχανικού τοπίου με διάσπαρτα εργοστάσια και εργοτάξια, όλα δείγματα της οικονομικής ανάπτυξης των καλών μας εταίρων. Σκέφτομαι αυτό που μου ‘χε πει ένας φίλος περνώντας πριν από καναδυό χρόνια έξω από τα διυλιστήρια του Ασπροπύργου: «50 τέτοια, μου χε πει αφελώς δείχνοντάς μου εκείνα τα ψηλά κυανόλευκα φουγάρα, 50 τέτοια να χε η Ελλάδα, και θα ‘χαμε σωθεί»… Συλλογίζομαι την συγκίνηση που θα τον κατελάμβανε στην θέα όλης αυτής της οικονομικής άνθησης που ξεδιπλωνόταν προκλητικά μπροστά μας, καθώς πλησιάζαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Φρανκφούρτης. Οι γερανοί, οι πρώτες ύλες, τα φορτηγά, οι σκαλωσιές, όλα τούτα που σηματοδοτούν την απασχόληση, την ευημερία, την παραγωγικότητα, μα πάνω απ’ όλα την έμφυτη τάση μας για δημιουργία και πρόοδο, ανέμεναν καρτερικά το πέρας του Σαββατοκύριακου για να τεθούν ξανά σε λειτουργία.

Κι όμως, η εικόνα των Γερμανών στις όχθες του Main, με κάνει να προβληματιστώ εκ νέου για το αν η φύση του ανθρώπου τείνει προς την εργασία και την πρόοδο ή μάλλον προς την αδράνεια και την ραστώνη. Εκείνο το ηλιόλουστο Σάββατο λοιπόν, κι αφού λίγο πιο πριν ένας ηλικιωμένος ποδηλάτης φρενάροντας απότομα μπροστά μου με είχε σιχτιρίσει επειδή περπατούσα αμέριμνος στην ειδική λωρίδα για τα ποδήλατα (πάλι καλά που δεν με πάτησε να λέμε), είπα να μετάσχω του τρόπου βίωσης μιας μη εργάσιμης ημέρας της θερινής Φρανκφούρτης. Όχι, δεν λέω ότι έφθασα στο σημείο να κάνω ηλιοθεραπεία με φόντο τα εμπορικά ποταμόπλοια που περνούσαν, αλλά πίνοντας ένα μεγάλο ποτήρι παγωμένης μπύρας και συζητώντας χαλαρά με φίλους, καταφέρνω να αφουγκραστώ την σημασία του ήλιου, της αργίας και της επικοινωνίας γι αυτούς τους παράξενους στα μάτια μου βορείους, που έδειχναν να απολαμβάνουν την κάθε τους στιγμή συνωστιζόμενοι και καθήμενοι σχηματίζοντας πηγαδάκια στις πρασινάδες… Σκέφτομαι πως τελικά δεν απέχουμε και τόσο όσο λένε…

Οι όχθες του Main λοιπόν, κατά την διάρκεια του Σαββατοκύριακου έσφυζαν από ζωή, το ίδιο και οι δρόμοι του ιστορικού κέντρου, όπου κατά την διάρκεια της ημέρας επικρατούσε πανζουρλισμός. Μπαινοβγαίνω από την παλιά πεζοδρομημένη πόλη με τα ανθρώπινα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής σπίτια που κοσμούν τις χαριτωμένες πλατείες, στην σύγχρονη, με τα ψηλά κτήρια, τα μεγάλα πεζοδρόμια, τις συχνές εστίες πρασίνου και την άψογη ρυμοτομία. Οι ως επί το πλείστον καλαίσθητοι ουρανοξύστες της Φρανκφούρτης που παραδόξως είναι συνάμα άρτια συνδεδεμένοι και διαχωρισμένοι με (και από) το ιστορικό κέντρο της πόλης επιβεβαιώνουν πως η οικονομική ανάπτυξη και οι τραπεζικές συναλλαγές μπορούν να αποτελούν μέρος ενός σύγχρονου αστικού κέντρου δίχως να επισκιάζουν την ιστορία και την παραδοσιακή αισθητική. Αρκεί φυσικά να μην κυριαρχεί η βλαχιά, η κουτοπονηριά, το βόλεμα και ο οικονομικά ωφελιμιστικός λειτουργισμός που ευνοεί κάθε είδους αντιαισθητική κατασκευή στην χώρα μας… Περπατάω στις γέφυρες, παίρνω το tram, βλέπω μια έκθεση ζωγραφικής με πανάκριβο εισιτήριο (14 euros παρακαλώ), αγοράζω κάτι souvenir από την αγορά του μουσείου και καταλήγω να τρώω –πάλι- ωμά λουκάνικα συνοδευόμενα από φθηνή, καθημερινή μα και δροσερή lager μπύρα.

Η ημέρα άφιξής μου συμπίπτει με την διοργάνωση του gay pride που αυτή τη φορά φιλοξενούνταν στην Φρανκφούρτη. «Τα gay pride λαμβάνουν χώρα τακτικά εδώ στην Γερμανία, σχεδόν κάθε μήνα. Κάθε φορά τα διοργανώνει και μια διαφορετική πόλη », μου λέει ο Κωνσταντίνος, καθώς παρατηρούμε διάσπαρτα ομοφυλόφιλα ζευγάρια να προβαίνουν σε θερμούς εναγκαλισμούς. Συλλαμβάνω τον εαυτό μου να παραξενεύεται λίγο από το θέαμα και στεναχωριέμαι που δεν μπορώ να αποβάλω έστω και αυτές τις μικρές δόσεις μικροαστικού συντηρητισμού που με συνοδεύουν. Όταν το σχολιάζω στον Κωνσταντίνο, εκείνος θα μου μιλήσει για την ιερή θέση που κατέχει στην ζωή των Γερμανών η ιδιωτικότητα. «Κανείς δεν κοιτάει στον δρόμο κανέναν ούτε και κανείς ασχολείται επισταμένα –δηλαδή κουτσομπολίστικα- με την ζωή του άλλου. Έτσι, πολλά πράγματα που στην Ελλάδα θεωρούνται ταμπού, εδώ έχουν κατά κάποιον τρόπο απενοχοποιηθεί και απομυθοποιηθεί», θα μου πει καθώς στο βλέμμα του αναγνωρίζω έναν έκδηλο θαυμασμό για την γερμανική νοοτροπία και κουλτούρα.

Αλλά δυστυχώς αυτή η κουλτούρα δεν αφορά μόνο στον προοδευτισμό και στην διακριτικότητα. Καθώς η νύχτα πέφτει, αναμένω την σαββατιάτικη έξοδο της νεολαίας. Κι αυτό που θ’ αντικρίσω, θα με προβληματίσει και –δεν το κρύβω- θα με απογοητεύσει, καθώς οι νηφάλιοι και πειθαρχημένοι κατά την διάρκεια της εβδομάδας νέοι αρέσκονται τα Σάββατα να οργανώνουν εξόδους μέχρι πρωίας για να διασκεδάσουν άτσαλα σε μπυραρίες και club, δίχως ίχνος χάρης, πίνοντας πολύ, φωνασκώντας και προβαίνοντας σε κάθε είδους ακρότητες υπό το βλέμμα της αστυνομίας που παρακολουθεί διακριτικά, έτοιμη όμως πάντοτε να επέμβει σε περίπτωση ανάγκης. Το ίδιο βράδυ, οι θερινοί «ερασμίτες» της Φρανκφούρτης θα διοργάνωναν ένα από τα πιο άναρχα εν κινήσει αποχαιρετιστήρια parties που έχω παρευρεθεί. Σε δυο μέρες, η γοητευτικά διαμορφωθείσα μέσα στην απόλυτη τυχαιότητά της κοινή τους πορεία στο Erasmus θα τελείωνε, όπως τελειώνει πάντα το Erasmus, γλυκόπικρα, συνδυάζοντας την εκστατική εμπειρία του ταξιδιού και της απαγκίστρωσης από τα οικογενειακά δεσμά μαζί με την ματαίωση που προκαλεί το ημιτελές βίωμά τους. Κι όμως, αν και γνωρίζουν εξ’ αρχής την βραχύτητα του Erasmus , οι νέοι δέχονται χωρίς να το συνειδητοποιούν, να συμβιβαστούν με την μελαγχολία του απότομου –έτσι όπως πάντοτε βιώνεται- χωρισμού με πρόσωπα και καταστάσεις, έτσι όπως αχαλίνωτα αδημονούν για πρωτόγνωρες εμπειρίες και βεβιασμένη ελευθερία… Ναι, ζώντας και πάλι εκείνη την απεχθή μαζικότητα των ερασμιακών parties, με τους ξεϊγκλωτους συμμετέχοντες να διψούν για φθηνό κρασί και επιφανειακές περιπτύξεις, και έχοντας ως όπλο την συναισθηματική απόσταση του επισκέπτη αλλά και την παρελθούσα εμπειρία από ανάλογες περιστάσεις, θα αφεθώ να γνωρίσω κόσμο μιλώντας –όπως πάντα- πρόχειρα μα και απολύτως κατανοητά μες την απλοϊκότητά τους αγγλικά. Μα σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις αυτό που ζεις περπατώντας μισοζαλισμένος μ’ ένα μπουκάλι κρασί του super market στο χέρι, ξημερώματα σε μια άγνωστη πόλη, με ακαθόριστο προορισμό, ακούγοντας την βοή μιας παρέας που μεθαύριο θα σκορπιστεί στα 4 σημεία του ορίζοντα και δεν θα αποτελεί παρά μια αχνή ανάμνηση στο πέρασμα του χρόνου, είναι υπεράνω γραμματικών και συντακτικών σφαλμάτων, υπεράνω του οτιδήποτε γήινου και πεζού, υπεράνω απτής πραγματικότητας μέσα στο ίδιο της το υλιστικό περίβλημα…

Η ώρα έχει πάει 4 το πρωί, η επήρεια του alcohol σιγά- σιγά αρχίζει και μας αφήνει, για να αισθανθούμε την κόπωση μιας εξαντλητικής ημέρας που βαραίνει τα πόδια μας. Όμως το πρόγραμμα δεν έχει τελειώσει ακόμα. Μιας κι έχουμε χάσει το νυχτερινό λεωφορείο που περνά ανά μισάωρο, ο Κωνσταντίνος μου προτείνει «καλό και ακίνδυνο κεμπάπ» και μια ενδιαφέρουσα όσο και σοκαριστική βόλτα σε μια υποβαθμισμένη και επικίνδυνη περιοχή της Φρανκφούρτης. Με τα σουβλάκια ανά χείρας περνάμε αρκετά αμέριμνοι για την περίσταση μια μεγάλη οδό που θυμίζει κάτι μεταξύ Place Pigale και Γερανίου. Μια ύποπτη κινησιολογία εκτιλύσσεται μπροστά μας, μεταξύ εμπόρων, χρηστών, ανθρώπων της νύχτας, περίεργων αναμεμειγμένων με το κοινό έγκλημα μεταναστών, πάντοτε με φόντο την ακμάζουσα και απαστράπτουσα βιομηχανία του σεξ, που ξέρει να κρύβεται καλά πίσω από fume τζάμια και βαριές πόρτες που εξάπτουν την φαντασία. Λίγο πιο πέρα κάποιοι άστεγοι ζητιανεύουν και λίγο -πολύ λίγο- μακρύτερα εκείνο το φωτισμένο μπλε Eυρώ, που δεσπόζει παρέα με τους ουρανοξύστες των μεγάλων τραπεζικών κολοσσών τόσο αντιφατικά με το περιθώριο που έχει πάψει –και δεν ξέρω αν θέλει κιόλας- να ελπίζει… Περνάμε βιαστικά κι εμείς σαν κατά λάθος επισκέπτες… Η παρακμή ουδέποτε με γοήτευε. Πάντοτε με στεναχωρούσε κι ας μου λέγανε κάποιοι πως είναι κι αυτός ένας αλλιώτικος τρόπος ζωής του οποίου πρέπει να κατανοήσω την φιλοσοφία… Κι έτσι, αποσκοπούσα πάντα στο να διαλευκάνω τα αίτιά της που είναι κι αυτά τόσο πολύπλοκα και πολυπαραγοντικά που την καθιστούν δυσερμήνευτη. Στο βάθος του δρόμου βλέπουμε νέους να διασκεδάζουν. Παίρνω βαθιά ανάσα και βιάζομαι να αναμειχθώ και πάλι με την πεζή μετριότητα της κανονικότητας που μου εμπνέει ασφάλεια. Αφήνω την απόγνωση πίσω μου ανακουφισμένος, ίσως με κάποιες αδικαιολόγητες τύψεις… Τι μικροαστισμός…

Εξαντλημένοι παίρνουμε τον δρόμο του γυρισμού για την εστία του Κωνσταντίνου, όπου, μέσα σ’ ένα μικρό δωματιάκι 8 τετραγωνικών, θα στοιβαχτούμε 4 άτομα. Λόγω της κόπωσης θα κοιμηθούμε σαν σε σουίτα πεντάστερου ξενοδοχείου. Τα πάντα είναι σχετικά άλλωστε…

Την επομένη θα άρχιζε το ταξίδι της επιστροφής…

Υ.Γ.: Ευχαριστώ τον Κωνσταντίνο Καούρα για την υπέροχη φιλοξενία και την τόσο ενδιαφέρουσα ξενάγηση στην Φρανκφούρτη. Εύχομαι σύντομα και στα επόμενα.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ VIDEOS - ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΛΟΙ

JOBS

Χιλιάδες Θέσεις Εργασίας σε όλη την Ελλάδα

Επιστήμες

Μερική Απασχόληση

31-01-2024

Ξηροκρηνη

400

Μεταφορές

Πλήρης Απασχόληση

22-01-2024

Μαρούσι

800

⚽🏀 LIVE SCORES
02 Μαϊ. 2024
Ast
22:00
-
Ολυ
02 Μαϊ. 2024
Oly
22:00
-
Ατα
02 Μαϊ. 2024
ΟΣΦΠ
19:45
-
BARC
02 Μαϊ. 2024
ΜΑΚ
21:45
-
ΠΑΟ

ΠΩΣ ΣΟΥ ΦΑΝΗΚΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;