Κάθε στιγμή κι ένα Κεφάλαιο: Αργυρή Δύση

cool

Ο Βασίλης δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα κάθονταν στο ίδιο σημείο πολλή ώρα. Από μικρός ήταν υπερκινητικός. Ανέκαθεν περνούσε τις περισσότερες ώρες της ημέρας του περπατώντας. Αρχικά, όταν ήταν μικρός, περπατούσε όλη την Αυλώνος για να πάει από το σπίτι του μέχρι την αλάνα που έπαιζε με τις ώρες μπάλα με τα παιδιά της γειτονιάς. Ύστερα, όταν πήγε στο Γυμνάσιο, περπατούσε μέχρι το Γαλάτσι, όπου πήγαινε για προπόνηση με την τοπική ομάδα ποδοσφαίρου. Μπαίνοντας στο Λύκειο και όντας ήδη πολύ καλός στο ποδόσφαιρο, άρχισε να αδιαφορεί για τα μαθήματα και τα πόδια του τον έβγαζαν στα Εξάρχεια, την Ακαδημία και τον Λυκαβηττό, όπου πήγαινε για να αγναντεύει την Αθήνα από ψηλά.
Ο Βασίλης ποτέ δεν σταματούσε να κινείται!
Και όμως, τώρα ήταν καθισμένος στις φτέρνες του και κοιτούσε τον Θάνο μέσα στα ορθάνοιχτα γαλανά μάτια του.

Τον Θάνο τον είχε γνωρίσει στα Σεπόλια, όταν ήταν μόλις 8 χρονών. Έπαιζαν μαζί στην αλάνα. Μια μέρα, πάνω στα νεανικά νεύρα και στην υπερβολική ανάγκη να κερδίσει στο παιχνίδι, ο Βασίλης είχε τσακωθεί με ένα μεγαλύτερο παιδί. Η πρωτή σπρωξιά έφερε την δεύτερη και αυτή την επόμενη, με αποτέλεσμα τα δύο παιδιά να βρίσκονται στο χώμα και να παλεύουν. Ωστόσο, ο Βασίλης δεν είχε την σωματική διάπλαση του δεκάχρονου που πάλευε μαζί του. Εκεί είχε μπλεχτεί ο Θάνος. Είχε τραβήξει βίαια το άλλο παιδί και σηκώνοντάς το στα πόδια του, του έριξε μια γερή γροθιά στο σαγόνι με αποτέλεσμα εκείνο να πέσει φαρδύ πλατύ κάτω. Ύστερα είχε δώσει το χέρι του στον Βασίλη και τον σήκωσε χωρίς να μιλήσει, αλλά και χωρίς να αναζητά αναγνώριση της πράξης του. Από τότε είχαν γίνει αχώριστοι.

Ο Βασίλης βοηθούσε τον Θάνο με τα μαθήματα του στο σχολείο και εκείνος του το ανταπέδιδε παρέχοντα του μια υποτυπώδη προστασία απέναντι στα μεγαλύτερα παιδιά. Είχαν γίνει αχώριστοι. Στα 12 έπαιζαν ποδόσφαιρο στην ίδια ομάδα, στα 15 δοκίμασαν μαζί πρώτη φορά τσιγάρο και στα 17 επισκέφθηκαν για πρώτη φορά οίκο ανοχής.
Ο Θάνος ήταν πλέον ένας υψηλόσωμος γεροδεμένος νεαρός με κοντοκουρεμένο καστανό μαλλί και τατουαζ με αρχαιοελληνικά σύμβολα να κοσμούν τα μπράτσα του. Αντιθέτως, ο Βασίλης είχε μακρύ μαλλί, τα γένια του ήταν μονίμως αξύριστα και συνήθως ξεπερνούσαν τα εφτά οχτώ εκατοστά, ήταν σχετικά αδύναμος και σπάνια θα τον έβλεπες να φορά κάτι πέρα από τα αγαπημένα του AllStar, που πλέον είχαν πολλά μπαλώματα και το κόκκινο χρώμα τους είχε ξεφτίσει σε ένα απαλό ροζ.
Δύο τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες, που όμως επιβεβαίωναν τον κανόνα “τα ετερώνυμα έλκονται”. Μάλιστα στη γειτονιά τους είχαν βγάλει διάφορα παρατσούκλια, όπως “ο ψηλός και ο κοντός”, “Τζεκιλ και Χάιντ” ή το πιο αστείο “η ντουλάπα και το κομοδίνο”. Για 9 συναπτά χρόνια ήταν αχώριστοι. Τίποτα δε φαινόταν να μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στη φιλία τους. Αφού ακόμη και όταν στα 16 ερωτεύτηκαν την ίδια γυναίκα, συμφώνησαν να μην την προσεγγίσει κανείς σαν ένδειξη σεβασμού του ενός προς τον άλλο.

Ο Θάνος ζούσε για το Βασίλη και ο Βασίλης ζούσε για το Θάνο.

Και τότε άλλαξαν όλα…
Στην ηλικία που φουντώνει μέσα στους νέους η ανάγκη για επανάσταση, για έντονη ζωή και εμπειρίες που αγγίζουν τα άκρα. Στα 17 τους λίγο πριν τις πανελλήνιες.
Είχαν κανονίσει να βρεθούν για καφέ στο πλέον γνώριμο στέκι τους, το καφενείο του κυρ-Ανέστη στη γωνία Τεμπών και Ισμήνης, λίγο πιο κάτω από το Αστυνομικό τμήμα Κολωνού. Πρώτος είχε φτάσει ο Βασίλης και είχε καθίσει στο μόνο άδειο τραπεζάκι που υπήρχε, το οποίο έγερνε επικίνδυνα προς το δρόμο, λόγω της κλίσης του πεζοδρομίου. Το καφενείο είχε όλα κι όλα εφτά τέτοια μαύρα σιδερένια τραπεζάκια που ίσα ίσα χώραγαν τρεις ή τέσσερις καφέδες, αναλόγως αν ο κυρ-Ανέστης σε κερνούσε και το πασίγνωστο γλυκό της γυναίκας του, τους “σουρλουλούδες της κυρα-Φρόσως”, μικρά κομματάκια από ραβανί. Ο Θάνος είχε έρθει με τα πόδια και βλέποντας το παπάκι του Βασίλη αραγμένο στη γωνία, είχε χαμογελάσει και είχε φωνάξει:
“Ακόμη με αυτό κυκλοφορείς ρε μαλλιά?”
Και οι δύο τους είχαν ξεσπάσει σε γέλια, αφού ήταν ένα εσωτερικό αστείο τους για να διακωμωδήσουν την άσχημη οικονομική κατάστασή τους. Αφού είχαν έρθει οι καφέδες: και οι δύο ελληνικούς μονούς μέτριους έπαιρναν, πρώτος είχε μιλήσει ο Θάνος.
“Μπιλ, έχω να σου ανακοινώσω κάτι, φίλε…”
“Κι εγώ…”, απάντησε βλοσυρά ο Βασίλης.
“Ξέρεις, τόσα χρόνια βλέπω γύρω μου όλα αυτά που γίνονται και τελευταία έχω αρχίσει να σκέφτομαι πολλά. Το κράτος μας αφήνει στο έλεος του Θεού, η νεολαία μας είναι εγκεφαλικά νεκρή…”
“Συμφωνώ απόλυτα, φίλε! Κι εγώ γι’ αυτό ήθελα να σου πω.”
“…ναι, και αυτό που θέλω να πω είναι ότι πρέπει να είμαστε ενεργοί σαν πολίτες. Να μην αφήνουμε την τύχη μας στα χέρια των άλλων.”
“Ναι, ρε Θάνο! Χαίρομαι που συμφωνείς!”
“Ξέρεις… έχω αρχίσει να πηγαίνω σε μια τοπική οργάνωση στην περιοχή μου.”
“Κι εγώ!” είπε με χαρά ο Βασίλης, πιστεύοντας ότι μιλούσαν για το ίδιο πράμα.
Οι επόμενες κουβέντες ειπώθηκαν ταυτόχρονα με αποτέλεσμα αρχικά να σαστίσουν και οι δύο και ύστερα να αποστρέψουν τα βλέμματά τους.
“Γράφτηκα στην Αργυρή Δύση” είπε ο Θάνος.
“Είμαι μέλος στην Κ.Ο.Ν.Τ.Ρ.Α.” αναφώνησε ο Βασίλης.

Και ο χρόνος εκεί σταμάτησε.
Κανείς δεν ήθελε να πιστέψει ότι ο φίλος του θα ήταν πλέον αντίπαλός του. Τα δύο παιδιά που μεγαλώσαν μαζί, πλέον έπρεπε να παραταχθούν σε απέναντι στρατόπεδα. Εκείνοι που κάποτε πάσαραν μια μπάλα ο ένας στον άλλο, ξαφνικά έπρεπε να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλο.
“Βασίλη, δεν μπορώ να βλέπω μετανάστες να μας τρώνε τις δουλειές…”
“Μα δεν φταίνε οι μετανάστες!”, φώναξε ο Βασίλης. “Οι τράπεζες φταίνε!”.
“Ρε Βασίλη, αν δεν υπήρχαν οι τράπεζες, πώς θα είχαμε χρήματα να αγοράζουμε ότι χρειαζόμαστε;” ρώτησε ο Θάνος.
“Δε τα χρειαζόμαστε. Αλληλέγυες πόλεις και μικρά συντεχνιακά καταστήματα.”
“Δεν γίνεται να είμαι στην ίδια πόλη με έναν Αλβανό ή έναν Ρώσο. Ξεχνάς τον Ρωσοπόντιο απ’ τον οποίο σε έσωσα όταν ήσουν μικρός;”
“Ρε Θάνο, ακούς τι λες; Ένα φοβισμένο παιδί ήταν. Λογικό είναι να αντιδρά έτσι όταν του φερόμαστε σαν ξένου και σαν να είναι σκυλί.”
“Σκυλιά είναι όλοι τους!” είπε χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι ο Θάνος.
“Πότε έγινες φασίστας ρε βλαμμένε;”
“Πότε έγινες χίπις ρε γύφτο;”
Και οι δύο είχαν σηκωθεί όρθιοι, ενώ οι υπόλοιποι πελάτες του μαγαζιού τους παρακολουθούσαν εμβρόντητοι. Κοιτάχτηκαν για μερικές στιγμές και ύστερα ο Θάνος πετώντας χρήματα πάνω στο τραπέζι έφυγε λέγοντας:
“Και από ‘δω και πέρα, Αθανάσιος για σένα. Δεν ξέρεις καν ότι Θάνος είναι αυτός που πεθαίνει, ενώ Αθανάσιος εκείνος που έχει αθανασία.”
“Αι στο διάολο ρε! Για σένα εγώ δεν υπάρχω.” φώναξε ο Βασίλης καθώς έβλεπε τον παλιό του φίλο να απομακρύνεται.

Οι μήνες είχαν περάσει με ταχύτατους ρυθμούς. Ο Θάνος είχε περάσει στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ ο Βασίλης είχε μπει στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Οι δρόμοι τους είχαν πάρει αντίθετες κατευθύνσεις. Σπάνια ήταν στην ίδια περιοχή. Ο Θάνος σύχναζε στην Πλατεία Βικτωρίας, λίγο πιο κάτω από τη σχολή του, ενώ ο Βασίλης ξημεροβραδιαζόταν στον Πειραιά. Ακόμη και αν δεν ήταν στη σχολή, πήγαινε για μπύρα στα Καμίνια ή στην Πλατεία Ελευθερίας. Πιο σπάνια δε, ανέβαινε προς Εξάρχεια. Η κεντρική Αθήνα ήταν πλέον τα λημέρια του Θάνου, ενώ αντιθέτως η Νότια Αττική πρόσφερε νέες συγκινήσεις στον Βασίλη.
Ο Βασίλης, ο οποίος πλέον είχε γίνει γραμματέας της Τοπικής Οργάνωσης Σεπολίων του κόμματος στο οποίο άνηκε, το Κίνημα Οργάνωσης Νέων Τάσεων Ριζοσπαστικής Αριστεράς, συμμετείχε σε πορείες και πήγαινε σε εκδηλώσεις αριστερών και αναρχικών κινημάτων. Μάλιστα, μερικοί σε αυτούς τους κύκλους έλεγαν ότι μελλοντικά θα ήταν ο επόμενος γραμματέας νεολαίας. Απ’ την άλλη, ο Αθανάσιος (όπως ήθελε να τον λένε πλέον) ανήκε σε Τάγμα Εφόδου της Κεντρικής Αθήνας που πρόσκειται στην Αργυρή Δύση, την ακροδεξιά παράταξη που πρόσφατα είχε μπει στη Βουλή και είχε αρχίσει να διογκώνεται.
Οι δρόμοι των δύο νέων, πλέον φαινόταν ότι δεν επρόκειτο να ξανασυναντηθούν. Όμως, η ζωή έχει άλλα σχέδια συνήθως.

Ήταν τέλη Νοέμβρη, ειδικότερα το βράδυ της 17ης Νοέμβρη, που παραδοσιακά τα επεισόδια είναι πρώτο θέμα στα κανάλια και τα κόμματα κάνουν τις δικές τους αναλύσεις για το τι φταίει που η νεολαία είναι τόσο εξαγριωμένη και εκφράζεται με τόση βία.
Ο Βασίλης, έτρεχε τη Σόλωνος μαζί με άλλους 20 “συντρόφους” του να προλάβουν να χωθούν στο κτήριο της Νομικής. Τα δακρυγόνα δεν τον ενοχλούσαν, καθώς φορούσε μια αντιασφυξιογόνα μάσκα. Όμως, το full-face και το μπουφάν τον ίδρωναν. Επιπλέον, ένιωθε τα μπουκάλια που κουβαλούσε στην τσάντα του να χτυπούν μεταξύ τους προκαλώντας έναν ενοχλητικό ήχο. Δίπλα του ένας σύντροφος με το ψευδώνυμο “Προυντόν” του φώναξε:
“Σύντροφε Φουκώ, θα στρίψουμε αριστερά στη Σίνα για να βγούμε από το πάρκο στα κάτω κτήρια. Οι μπάτσοι είναι παντού γύρω από τη Νομική.”
Ο Βασίλης έγνεψε καταφατικά και κράτησε πιο γερά την τσάντα του καθώς επιτάχυνε.
Μερικά μέτρα πιο κάτω, η επονομαζόμενη “Αργυρή Φάλαγγα”, μια ομάδα περιφρούρησης δημιουργημένη από την Αργυρή Δύση, είχε εμφανιστεί στα νώτα των αστυνομικών δυνάμεων με σκοπό να συνδράμει στην καταστολή των διαδηλώσεων. Ο Αθανάσιος έδινε εντολές, που μέσα στον χαμό μετα βίας ακούγονταν. Το ξυρισμένο κεφάλι του έσταζε από τον ιδρώτα, καθώς η ατμόσφαιρα είχε γίνει αποπνικτική από τις φωτιές που έκαιγαν μέσα στους κάδους και από τα δακρυγόνα που έπεφταν παντού γύρω.
“Κανένας άπλυτος να μην ξεφύγει” κατέληξε ο Αθανάσιος και ύστερα ύψωσε το χέρι του σε ναζιστικό χαιρετισμό προς τη φάλαγγα.
Άμεσα, όλοι οι σχεδόν φαλακροί άνδρες που έμοιαζαν με ντουλάπες παραταγμένες σε πλήρη στοίχιση, απλώθηκαν από την μια άκρη του δρόμου ως την άλλη. Κάπου στο βάθος είδαν τους πρώτους αναρχικούς να καταφθάνουν.

Ο Βασίλης έβλεπε καθαρά μπροστά του παραταγμένους τους άνδρες της Αργυρής Φάλαγγας και παράλληλα άκουσε τον σύντροφο Προυντόν να φωνάζει προς τα πίσω:
“Φασίστες μπροστά. Ετοιμαστείτε για μάχη σώμα με σώμα.”
Οι περισσότεροι άνοιξαν τα σακίδιά τους και έβγαλαν ρόπαλα ή ξύλινα μαδέρια απ’ τα οποία εξείχαν καρφιά. Μερικοί σπάσαν με καλέμια κάποιο τσιμεντένιο κολονάκι απ’ το πεζοδρόμιο ή κάποιο κομμάτι τσιμέντου από τους γύρω τοίχους. Η σύγκρουση αναμενόταν σφοδρή, μιας και οι παραταγμένοι άνδρες απέναντί τους είχαν είτε κάποιο κράνος είτε κάποιο ρόπαλο στο χέρι. Ο Βασίλης φόρεσε το δικό του κράνος καθώς έφτανε κοντά στην αντίπαλη ομάδα ανθρώπων. Απέφυγε δύο τρεις μαχαιριές και καθώς έκοβε δρόμο μέσα από δύο δικούς του συντρόφους, ένιωσε ένα χέρι να τον τραβά. Γύρισε και πριν προλάβει να δει κάτι, μια σφιχτή γροθιά καρφώθηκε στο στομάχι του με δύναμη. Εκείνος διπλώθηκε στα δύο πέφτοντας στο δρόμο. Ο άνδρας που τον είχε χτυπήσει αμύνθηκε για να μην φάει δύο ροπαλιές από έναν άλλο σύντροφο του Βασίλη και ύστερα ξαναγύρισε προς εκείνον. Ωστόσο, ο νεαρός είχε προλάβει να ξανασταθεί στα πόδια του και με μια δυνατή ροπαλιά διέλυσε το κράνος του σωματώδη εθνικιστή. Ο υψηλόσωμος άντρας αιωρήθηκε για μια στιγμή στα πόδια του και ύστερα έπεσε κάτω. Το κράνος είχε σπάσει από το χτύπημα (και κυρίως από κάποιο καρφί), έτσι καθώς έπεφτε ο άνδρας, εκείνο άνοιξε στα δύο και φανέρωσε το πρόσωπό του.

Ο Βασίλης σοκαρισμένος έπεσε στις φτέρνες του και κοίταξε τον Θάνο μέσα στα ορθάνοιχτα γαλανά μάτια του.
Τον Θάνο που τώρα ένα άλικο ρυάκι έτρεχε από το κρανίο του και διέσχιζε τη μύτη του πριν καταλήξει στάζοντας στο οδόστρωμα.
Τον Θάνο που ήθελε να τον αποκαλούν Αθανάσιο. Πλέον ήταν Θάνος όμως…
Όχι, όχι. Πλέον θα παρέμενε Αθανάσιος μέσα στο μυαλό του Βασίλη. Σε ένα μυαλό που θα έκανε πολλά χρόνια για να συνηθίσει αυτό τον φόνο.
Και καθώς οι δύο τους ήταν εκεί σα να είχε σταματήσει ο χρόνος, ο ήλιος έδυε και ο καπνός από τα δακρυγόνα σε συνδυασμό με τις φωτιές που καταλάγιαζε έδιναν στο όλο σκηνικό ένα αργυρό χρώμα.
Συνέθεταν μια …Αργυρή Δύση!

Κείμενο που μας έστειλε ο Άγγελος Λύκου και τον ευχαριστούμε πολύ

Δείτε τα υπόλοιπα κείμενα της στήλης Κάθε στιγμή κι ένα Κεφάλαιο

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ VIDEOS - ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΛΟΙ

JOBS

Χιλιάδες Θέσεις Εργασίας σε όλη την Ελλάδα

Παραγωγή

Πλήρης Απασχόληση

11-05-2024

Σινδος

Υπηρεσίες Εστίασης

Εποχιακή Εργασία

21-12-2023

Μυκονος

⚽🏀 LIVE SCORES
19 Μαϊ. 2024
Παν
20:00
-
Ολυ
19 Μαϊ. 2024
Άρη
20:00
-
ΠΑΟ
24 Μαϊ. 2024
ΠΑΟ
19:00
-
ΦΕΝ
24 Μαϊ. 2024
Ρεάλ
22:00
-
ΟΣΦΠ

ΠΩΣ ΣΟΥ ΦΑΝΗΚΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;