ΡΙΧΑΡΔΟΣ ΙΙΙ
«Ξέρεις κανένα που μπορεί να εκμαυλιστεί/ και με χρυσάφι να δελεαστεί/ ώστε να κάνει φόνο στα κρυφά;
(…)
Πρέπει να παντρευτώ την κόρη του αδελφού μου/ αλλιώς η βασιλεία μου θα στέκει / σε πόδια από γυαλί. / Πρώτα τους αδελφούς της να σκοτώσω/ κι ύστερα να την παντρευτώ./ Αμφίβολο αν θα κερδίσω!/ Καθώς όμως βουλιάζω μες στο αίμα/ το ένα έγκλημα οδηγεί στο άλλο./ Δεν κατοικεί σ’ αυτά τα μάτια/ ο οίκτος που τα κάνει να δακρύζουν.»
Το έργο αυτό, ενώ δεν παίζεται τόσο συχνά όσο τα υπόλοιπα αριστουργήματα του συγγραφέα, είναι μια σύνθεση εκμαυλισμού και σαγήνης, ευφυίας, πανουργίας, γοητείας και δόλου.
Το μοναδικό έργο του Σαίξπηρ που, ενώ δεν έχει σκηνές θεάτρου μέσα στο θέατρο, δίνει την εντύπωση ότι οι ζωές των ηρώων του είναι εμβαπτισμένες σ’ αυτό η εμποτισμένες απ’ αυτό. Είναι ο θρίαμβος του μεγάλου δραματουργού που καταφέρνει να κάνει ήρωα τραγωδίας έναν εγκληματίαmiddot; έναν διεφθαρμένο ως το μεδούλι αρχομανή, που φυσιολογικά θα ευχόμασταν την καταστροφή του, κι όμως διαπιστώνουμε ότι μας παγιδεύει στο δίχτυ της αιμοσταγούς πλεκτάνης του να παρακολουθούμε με δέος τα υποχθόνια σχέδιά του, τις επίβουλες ερωτοτροπίες του, τον βαθύτατα μοναχικό, αμφίδρομα ανελέητο βίο του. Τερατώδης και συνάμα ανθρώπινος, πολύ ανθρώπινος, ο Ριχάρδος Γ’ αποκαλύπτει την κενότητα της εξουσίας, εγκλωβίζοντας τους εκπροσώπους της και εγκλωβιζόμενος και ο ίδιος στη μάταιη επιδίωξή της.
Ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους Γιορκ και τους Λάνκαστερ έχει τελειώσει και την εξουσία κατέχει ο Βασιλιάς Εδουάρδος, της δυναστείας των Γιορκ. Ο Ριχάρδος ΙΙΙ, ο μικρότερος αδελφός του, επιθυμεί την ανάρρηση στον θρόνο με κάθε κόστος. Χρησιμοποιώντας την όποια γοητεία διαθέτει, τη διπλωματία, την πειθώ, τη βία, και τις εύθραυστες σχέσεις και συμμαχίες που δημιουργεί, μηχανορραφεί και στήνει διάφορες δολοπλοκίες ώστε να παρακάμψει κάθε εμπόδιο προς την κατάληψη της εξουσίας.
Γραμμένο εκατό περίπου χρόνια μετά τα ιστορικά γεγονότα που αποτελούν τον πυρήνα του έργου, ο Σαίξπηρ δημιουργεί ένα σύμπαν γεμάτο φαυλότητα, και υποκρισία όπου οι πάντες είναι λίγο ως πολύ διεφθαρμένοι, με έναν κεντρικό χαρακτήρα γοητευτικό, οξυδερκή, αυτοσαρκαζόμενο σε πολλά σημεία του έργου, χαρισματικό μέσα στην αχρειότητά του, που η κακοήθειά του, είναι επιλογή, μέσα σε έναν κόσμο που εξαπατά και εξαπατάται. Όπως λέει στον εναρκτήριο μονόλογό του « Το πήρα απόφαση: θα αποδειχθώ αχρείος». Όλοι όσοι τον περιβάλλουν κινούνται γύρω από τους μηχανισμούς της εξουσίας με μόνο γνώμονα να μην χαθούν τα προνόμιά τους και κατ’ έκταση η ύπαρξή τους. Από τη στιγμή όμως που θα καταλάβει τον θρόνο εξαφανίζεται η κινητήριος δύναμή του, το ταλέντο του φθίνει, αρχίζει η πτώση του, πεθαίνει πριν πεθάνει καθώς δεν μπορεί να αντισταθεί στη δίνη του αίματος.
Ένα έργο διαχρονικό, σε νέα μετάφραση της Κατερίνας Σχινά, που εξερευνά την ανθρώπινη ψυχή, τις σκοτεινές της επιθυμίες, τις ανθρώπινες σχέσεις σε κάθε μορφή τους. Τους τρόπους που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι διαχρονικά για να επιτύχουν τους σκοπούς τους σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον στο οποίο ενεργούν.
«Αν τύχει και πεθάνει τι; Τι θα συμβεί σε μένα;»
« Ξέρεις κανέναν που μπορεί με χρυσάφι να δελεαστεί και να κάνει έναν φόνο στα κρυφά;»
«Είναι κακός ο κόσμος και όλοι θα χαθούμε όταν παρόμοια αίσχη από φόβο αποσιωπούμε»