Δέκα ποιήματα του Καβάφη με αφορμή την επέτειο της γέννησης και του θανάτου του
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε σαν σήμερα το 1863 και έφυγε από τη ζωή την ημέρα των γενεθλίων του, 70 χρόνια αργότερα.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ποιητές, αν και ποτέ δεν έζησε στην Ελλάδα. Ο Καβάφης γεννήθηκε σαν σήμερα, 29 Απριλίου, το 1863 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Εκεί, άλλωστε, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και άφησε την τελευταία του πνοή. Για αυτό το λόγο πολλές φορές γίνεται αναφορά στο όνομα του ποιητή ως ο Αλεξανδρινός ποιητής.

Σαν σήμερα το 1863 ο ποιητής γεννήθηκε, ενώ την ίδια ημέρα 70 χρόνια αργότερα, στις 29 Απριλίου 1933 έφυγε από τη ζωή έχοντας διαγνωσθεί τον Δεκέμβριο του 1932 με καρκίνο του φάρυγγα. Με αφορμή την επέτειο της γέννησης και του θανάτου κορυφαίου Έλληνα ποιητή, παρακάτω σάς παρουσιάζουμε 10 ποιήματά του που ξεχωρίσαμε!

1. Κεριά

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

2. Η Πόλις

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.

3. Φωνές

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψη τες ακούει το μυαλό.
Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας –
σα μουσική, την νύχτα, μακρινή, που σβήνει.

4. Τα Παράθυρα

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νά ‘βρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θά ‘ναι παρηγορία.—
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τά ‘βρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θά ‘ναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.

5. Ο ήλιος του απογεύματος

Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ’ η πλαγινή
για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε
γραφεία μεσιτών, κ’ εμπόρων, κ’ Εταιρείες.

A η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι.

Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές,
κ’ εμπρός του ένα τουρκικό χαλί·
σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.
Δεξιά· όχι, αντικρύ, ένα ντολάπι με καθρέπτη.
Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε·
κ’ η τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι
που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.

Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα πουθενά.

Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι·
ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ώς τα μισά.

…Aπόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθεί
για μια εβδομάδα μόνο … Aλλοίμονον,
η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή.

6. Che fece… il gran rifiuto

Che fece . . . . il gran rifiuto
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος το ’χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό — εις όλην την ζωή του.

7. Ιθάκη

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,

τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά

θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,

όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,

να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου να ‘χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.

Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·

και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,

πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,

μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα ‘βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

8. Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον

Σαν εξαφνα, ωρα μεσανυχτ’, ακουσθει
αορατος θιασος να περνα
με μουσικες εξαισιες, με φωνες-
την τυχη σου που ενδιδει πια, τα εργα σου
που απετυχαν, τα σχεδια της ζωης σου
που βγηκαν ολα πλανες, μη ανοφελετα θρηνησεις.
Σαν ετοιμος απο καιρο, σα θαρραλεος,
αποχαιρετα την, την Αλεξανδρεια που φευγει.
Προ παντων να μη γελασθεις, μην πεις πως ηταν
ενα ονειρο, πως απατηθηκεν η ακοη σου,
ματαιες ελπιδες τετοιες μην καταδεχθεις.
Σαν ετοιμος απο καιρο, σα θαρραλεος,
σαν που ταιριαζει σε που αξιωθηκες μια τετοια πολι,
πλησιασε σταθερα προς το παραθυρο,
κι ακουσε με συγκινησιν, αλλ’οχι
με των δειλων τα παρακαλια και παραπονα,
ως τελευταια απολαυσι τους ηχους,
τα εξαισια οργανα του μυστικου θιασου,
κι αποχαιρετα την, την Αλεξανδρεια που χανεις.

9. Απ’ Τες Εννιά

Δωδεκα και μιση. Γρηγορα περασεν η ωρα
απ’τες εννια που αναψα την λαμπα,
και καθισα εδω. Καθομουν χωρις να διαβαζω,
και χωρις να μιλω. Με ποιονα να μιλησω
καταμονος μεσα στο σπιτι αυτο.

Το ειδωλον του νεου σωματος μου,
απ’τες εννια που αναψα την λαμπα,
ηλθε και με ηυρε και με θυμισε
κλειστες καμαρες αρωματισμενες,
και περασμενην ηδονη-τι τολμηρη ηδονη!
Κ’επισης μ’εφερε στα ματια εμπρος,
δρομους που τωρα εγιναν αγνωριστοι,
κεντρα γεματα κινησι που τελεψαν,
και θεατρα και καφενεια που ησαν μια φορα.

Το ειδωλον του νεου σωματος μου
ηλθε και μ’εφερε και τα λυπητερα.
Πενθη της οικογενειας, χωρισμοι,
αισθηματα δικων μου, αισθηματα
των πεθαμενων τοσο λιγο εκτιμηθεντα.

Δωδεκα και μιση. Πως περασεν η ωρα.
Δωδεκα και μιση. Πως περασαν τα χρονια.

10. Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.

Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε,
πήγα στο σπίτι του, μόλο που το αποφεύγω
να εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια,
προπάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές.

Στάθηκα σε διάδρομο. Δεν θέλησα
να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην
που οι συγγενείς του πεθαμένου μ’ έβλεπαν
με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια.
Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη

που από την άκρην όπου στάθηκα
είδα κομμάτι· όλο τάπητες πολύτιμοι,
και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού.
Στέκομουν κι έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.
Και σκέπτομουν που οι συγκεντρώσεις μας κι οι εκδρομές

χωρίς τον Μύρη δεν θ’ αξίζουν πια·
και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω
στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας
να χαίρεται, και να γελά, και ν’ απαγγέλλει στίχους
με την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού·

και σκέπτομουν που έχασα για πάντα
την εμορφιά του, που έχασα για πάντα
τον νέον που λάτρευα παράφορα.
Κάτι γριές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για
την τελευταία μέρα που έζησε —

στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού,
στα χέρια του βαστούσ’ έναν σταυρό.—
Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κι έλεγαν προσευχές
ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν,

ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά).
Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.
Από την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν
πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει.
Μα ζούσεν απολύτως σαν κι εμάς.

Απ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές·
σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις.
Για την υπόληψι του κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς
όταν ετύχαινε η παρέα μας

να συναντήσει αντίθετη παρέα.
Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε.
Μάλιστα μια φορά τον είπαμε
πως θα τον πάρουμε μαζί μας στο Σεράπιον.
Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε

μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.
Α κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται.
Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχθηκε απ’ τον κύκλο μας, κι έστρεψε αλλού το βλέμμα.
Όταν ενθουσιασμένος ένας μας

είπεν, Η συντροφιά μας να ’ναι υπό
την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,
του πανωραίου Απόλλωνος — ψιθύρισεν ο Μύρης
(οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».
Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως

για την ψυχή του νέου δέονταν.—
Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,
και με τί προσοχήν εντατική
στους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζονταν
όλα για την χριστιανική κηδεία.

Κι εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη
εντύπωσις. Αόριστα, αισθάνομουν
σαν να ’φευγεν από κοντά μου ο Μύρης·
αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός,
με τους δικούς του, και που γένομουν

ξένος εγώ, ξένος πολύ· ένιωθα κιόλα
μια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κι είχα γελασθεί
από το πάθος μου, και πάντα τού ήμουν ξένος.—
Πετάχθηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι,
έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί

απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη.

Διαβάστε ακόμη:

Πηγή κεντρικής εικόνας: Wikimedia Commons

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ VIDEOS - ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΛΟΙ

JOBS

Χιλιάδες Θέσεις Εργασίας σε όλη την Ελλάδα

Μέσα μαζικής ενημέρωσης

Πλήρης Απασχόληση

04-01-2024

Κηφισιά

Μόδα - Ομορφιά

Εποχιακή Εργασία

21-12-2023

Μυκονος

⚽🏀 LIVE SCORES
28 Απρ. 2024
Ολυ
17:00
-
Λαμ
28 Απρ. 2024
ΠΑΟ
19:30
-
ΑΕΚ
25 Απρ. 2024
ΠΑΟ
21:15
-
ΜΑΚ
25 Απρ. 2024
Ρεάλ
22:00
-
ΜΠΑ

ΠΩΣ ΣΟΥ ΦΑΝΗΚΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

 0 
 11 
 2 
 3 
 1