Αφιέρωμα στον Άρη Γαρουφαλή‏

Το κείμενο που θα ακολουθήσει είναι αφιερωμένο στην μνήμη ενός κορυφαίου σολίστ, ενός μεγάλου δασκάλου, ενός αμφιλεγόμενου διευθυντή ενός ιστορικού Ωδείου. Σαν τέτοιο τον γνώρισα τον Άρη Γαρουφαλή γύρω στα 15 χρόνια πριν, όταν παιδάκι εγγραφόμουν στην πρώτη τάξη του βιολιού, σαν τέτοιο τον αποχαιρέτησα νοερά την προπερασμένη Κυριακή, όταν και έμαθα για τον αιφνίδιο θάνατό του. Δεν ξέρω γιατί, μα νιώθω την ανάγκη να γράψω γι αυτόν. Ίσως επειδή, ειδικά τα τελευταία χρόνια αποτελούσε –ως Διευθυντής του Ωδείου Αθηνών- ένα πρόσωπο παρεξηγημένο και απομονωμένο… Ίσως επειδή δύναμαι να συναισθανθώ την βαρύτητα, την σημασία και την αξία του ονόματός του για την απόδοση και την διδασκαλία της κλασικής μουσικής στην χώρα μας. Ίσως πάλι –και μάλλον γι αυτό γράφω- επειδή από τη θέση του επηρέασε την στάση, την αντίληψη, τις προτιμήσεις αλλά και το είδος της ενασχόλησης του γράφοντος με την μουσική. Για όλα τούτα λοιπόν, και πιθανώς γι ακόμα περισσότερα που καταχωνιασμένα στο υποσυνείδητο τώρα μου διαφεύγουν, ένιωσα το κάλεσμα για να αφιερώσω στην μνήμη της εμβληματικής και απροσέγγιστης αυτής μορφής, κάποιες γραμμές.

Αυτό το κείμενο είναι βιωματικό. Αφορά δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο βίωσα την φοίτησή μου στο Ωδείο Αθηνών, τα χρόνια που ο Γαρουφαλής υπήρξε Διευθυντής του. Άλλωστε ούτε θέλω ούτε και μπορώ να μπω σε λεπτομέρειες, κριτικάροντας τον τρόπο με τον οποίο δίδασκε ή έπαιζε ένα κομμάτι στο πιάνο του αγαπημένου του Scriabin. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως κάθε φορά που τον άκουγα, είτε στο Μέγαρο είτε στο Ωδείο, είχα την αίσθηση πως ερμήνευε διαφορετικά, και ανάλογα με την διάθεση και την συναισθηματική του κατάσταση, έπαιζε άλλοτε πιο σκληρά κι άλλοτε πιο ήπια, με σπάνια ευαισθησία τα προς εκτέλεση κομμάτια. Και –μεταξύ μας-, μου έδινε συχνά την εντύπωση πως βαριόταν –όπως κι εγώ- να κρατήσει όλες τις παύσεις, που εκνευριστικά υπεισέρχονται στην ρέουσα μελωδία που συνεπαίρνει τον εκτελεστή και τον καθιστά ατιθάσευτο. Αλλά ειλικρινά μπορεί σ’ αυτή μου την παρατήρηση να κάνω και λάθος…

Όταν πρωτοπήγα στο Ωδείο αυτό ήταν ακόμα στις δόξες του. Οι φοιτούντες συνωστίζονταν στις αίθουσες και στους διαδρόμους, προσδίδοντας στο «μοναδικό μουσικό ίδρυμα που έμεινε ανοιχτό επί κατοχής», την αίγλη και το κύρος ενός μουσικού διδασκαλείου που δεν υποτιμούσε ούτε τον μαθητή ούτε όμως και την ιστορία του και τις υψηλές του απαιτήσεις. Την πρώτη μέρα, έχοντας πλήρη άγνοια κινδύνου, τον συνάντησα, όπως τις περισσότερες φορές άλλωστε σε μια επιτροπή. Ήταν το forte του οι εξετάσεις. Του άρεσαν πολύ ακόμα κι αν συχνά εκνευριζόταν μ’ αυτά που άκουγε. Του άρεσε η εξουσία, η διαδικασία να σχολιάζει, να αποδοκιμάζει, να χλευάζει, να κάνει κακεντρεχές humour με τους εξεταζόμενους που, όπως ο γράφον, ήταν σχεδόν πάντα μέτριοι και ελλιπώς διαβασμένοι. Την πρώτη μέρα, δεν τα γνώριζα όλα αυτά, όταν και εκλήθην να πω ένα τραγούδι μπρος στην αυστηρή επιτροπή, που θα έκρινε αν έχω τα εφόδια να φοιτήσω στο Ωδείο. Είχα επιλέξει με τους γονείς μου να πω το «Μες στο μουσείο» της Λιλιπούπολης, κάτι που μάλλον –και αν κρίνω απ’ όσα θυμάμαι από τις αντιδράσεις- άρεσε στην επιτροπή. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που είδα βλέμματα ενθαρρυντικά και επιεική στις εξετάσεις.

Και μετά ξεκίνησε η φοίτηση. Αυστηροί κανόνες, υψηλού επιπέδου θεωρητικά, πειθαρχία, τυφλή υπακοή στους δασκάλους, ατέρμονες απαιτήσεις για έναν χρόνο διαβάσματος που σε καμιά περίπτωση δεν ήμουν διατεθειμένος στα 10 μου χρόνια –αλλά ούτε και αργότερα- να αφιερώσω. Πίσω απ’ όλα αυτά, που καθυστερημένα κατάφερα να εκτιμήσω μα ποτέ δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω, κρυβόταν ο Γαρουφαλής και το καθήκον του να διατηρήσει το επίπεδο των σπουδών τόσο υψηλό όσο ήταν και σε κείνα τα παλιά, τα δοξασμένα χρόνια που όλοι αναπολούσαν με τόσο ρομαντισμό και γλυκύτητα μα και τόση δυσανεξία για το παρόν. Και το παρόν με το οποίο αρνούνταν πεισματικά η διοίκηση του Ωδείου να συμπορευτεί, ήθελε την εκμάθηση της μουσικής ως πάρεργο ανάμεσα σε δεκάδες ασχολίες των μαθητών και τα Ωδεία ως κερδοσκοπικά ιδρύματα που μοιράζουν αφειδώς πτυχία δίχως αντίκρυσμα, που διοργανώνουν στη ζούλα ροκ συναυλίες γιατί έτσι αρέσει στην νεολαία, που διαφημίζουν προγράμματα προσαρμοσμένα σε κάθε είδους trendy υποκουλτούρα κυριαρχεί κατά καιρούς στην σε γενικές γραμμές άμουση κοινωνία μας. Όχι, ο Γαρουφαλής δεν μετέτρεψε το Ωδείο σε Τσίρκο, δεν υπέκυψε στις απαιτήσεις κάποιων δήθεν ρεαλιστών μα στην πραγματικότητα φραγκοφονιάδων που εισηγούνταν την δημιουργία bar-restaurant στο Ωδείο και την επί πληρωμή παρακολούθηση των συναυλιών, με σκοπό την αύξηση των εσόδων. Όχι, το Ωδείο Αθηνών ποτέ του δεν παρασύρθηκε από τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, ποτέ του δεν ακολούθησε τον καπιταλισμό στον πνευματικό του κατήφορό, ποτέ του δεν υπέκυψε στην ευκολία και την προχειρότητα. Θα ‘λεγε κανείς πως έμεινε ρομαντικά πιστό σε αρχές και αξίες που το καθιστούν εδώ και χρόνια ξεχωριστό και μυθικό. Έμεινε προσηλωμένο σε κάποια ιδανικά του παρελθόντος χρόνου, που σήμερα πληρώνει με το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει…

Επανέρχομαι όμως με ιστορίες από την φοίτησή μου. Στο Ωδείο πήγαινα κάθε Τρίτη και Παρασκευή. Την Τρίτη το Ωδείο ήταν δράμα, μια διαδικασία που ακολουθούσα μηχανικά, χωρίς στην ουσία να το επιθυμώ, και που επιδεινωνόταν σε περίπτωση τριβών με τον εκάστοτε δάσκαλο του βιολιού. Τις Παρασκευές τα πάντα άλλαζαν. Η ακριβώς ίδια διαδικασία έπαιρνε μια εντελώς ευχάριστη, σχεδόν μαγική χροιά. Ίσως γιατί συνέπιπτε με το τέλος της εβδομάδας, που μας επέτρεπε δίχως τύψεις και άγχη να ευχαριστηθούμε την μουσική, την εξέταση, την έκθεσή μας στους βλοσυρούς δασκάλους μας. Ακόμα θυμάμαι τις παρασκεβιάτικες μελωδίες που ανάβλυζαν από τις αίθουσες καθώς περιδιάβαινες τους ατέλειωτους σε μήκος διαδρόμους του Ωδείου.

Εκείνες τις λίγες στιγμές από κοντσέρτα και άριες που κατάφερναν να αποδράσουν από τις καλά ηχομονωμένες αίθουσες και να αναμειχθούν με τον υπόλοιπο αέρα και να αιωρούνται και να μας αγγίζουν απαλά και να μας μαγεύουν καθώς περπατούσαμε αμέριμνοι… Ακόμα θυμάμαι τα κρύα μουσικά αστεία των δασκάλων μου –οι μουσικοί δεν έχουν στ’ αλήθεια καθόλου humour-, τις πρόβες και τα μπαλάκια που ως πιτσιρικάς έφερα μαζί μου για να παίξω με άλλα παιδιά μετά το πέρας των μαθημάτων. Φυσικά και το άγχος μην μας δει εν πλήρη δράση ο Διευθυντής και εφαρμόσει εκείνους τους αυστηρούς και απαρχαιωμένους κανόνες που ακόμα αναγράφονται σε καθαρεύουσα στο βιβλιάριο του καθενός μας και που η ίδια η εξέλιξη των αντιλήψεων, των πρακτικών και της συμπεριφοράς τον 21ο αιώνα, τους είχε θέσει εκτός λειτουργίας…

Ο Γαρουφαλής είχε πάντα λίγους μαθητές. Λίγους και καλούς. Ή μάλλον άριστους. Τον περισσότερο χρόνο βρισκόταν κλεισμένος στο γραφείο του που ελάχιστοι είχαν καταφέρει να αντικρύσουν από κοντά. Μια ξύλινη πόρτα με την επιγραφή ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ και μετά μια μυστηριώδης και δαιδαλώδης διαρρύθμιση τον χώριζε από τον υπόλοιπο κόσμο. Σπάνια τον θυμάμαι να περπατάει στους διαδρόμους. Κι όταν το έκανε θυμάμαι την αμηχανία που μας έζωνε όταν τον συναντούσαμε στο διάβα μας. Κάτι απροσδιόριστο μεταξύ δέους, φόβου, μίσους και σεβασμού μας κυρίευε. Ακόμα δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με έκανε να αποφεύγω την βλεμματική επαφή μαζί του.

Μα εκεί που ο εγωισμός έσπαγε πραγματικά ήταν στις εξετάσεις. Εκείνες οι γεμάτες άγχος και δάκρυα εξετάσεις. Εξετάσεις για το όργανο, για το σολφέζ, για τα θεωρητικά. Και πιο μετά για την αρμονία, το υποχρεωτικό πιάνο, την ιστορία της μουσικής, την χορωδία, την αντίστιξη, την fuga. Κι εκείνος που προήδρευε στις nπολυμελείς επιτροπές ήταν πάντα ο ίδιος. Προσεγμένος , με κοστούμι και γραβάτα, με αυτάρεσκο και ειρωνικό βλέμμα, καθόταν πάντοτε στην μέση, πλαισιωμένος από τους άλλους προφέσορες. Κι όταν χτυπούσε εκείνο το δαιμονισμένο το καμπανάκι κι έβγαινε ο προηγούμενος μες τα δάκρυα ή με συγκρατημένη και ταπεινή αισιοδοξία, οι παλμοί ανέβαζαν ρυθμούς, σ’ έκοβε ένας ιδρώτας. Με θυμάμαι να κάνω μες την νεύρωσή μου βήματα γρήγορα και νευρικά πάνω-κάτω έξω απ΄ την αίθουσα των εξετάσεων, όντας στο χείλος των λυγμών, με το βιολί ανά χείρας και τα δάχτυλα πάνω στις χορδές να κινούνται μηχανικά και να μου υπενθυμίζουν τις κινήσεις που έπρεπε εκείνη τη φορά να γίνουν, να μην ξεχαστούν όπως στις πρόβες, να είναι ακριβείς και σίγουρες. Γιατί αν δεν ήταν την βάψαμε…

Ο Γαρουφαλής θα άρχιζε να δυσανασχετεί, να μουρμουρίζει με τους υπολοίπους, να παραπονιέται στον δάσκαλο για την εικόνα του μαθητή του, θ’ άρχιζε να τρώει κριτσίνια περιφρονώντας σε, μπορεί και να σ’ έκοβε, δεν είχε πρόβλημα. Πάντοτε όμως πριν βγεις απ’ την αίθουσα, και όταν όλα είχαν πια κριθεί και ο βαθμός είχε περάσει σ’ εκείνα τα τεράστια φύλλα αξιολόγησης, κι είχες χαλαρώσει κάπως, δεν θα παρέλειπε να απεμπολήσει εκείνο το δηλητηριώδες σχόλιο που σου υπενθύμιζε πως έπρεπε να βελτιωθείς πολύ περισσότερο για να του αρέσεις. Θυμάμαι την γραμματέα την κ. Σοφία που προσπαθούσε πάντοτε να με ηρεμήσει με τρόπο στοργικό, σχεδόν μητρικό, όταν βρισκόμουν στην αναμονή για εξετάσεις. «Έλα ηρέμησε τώρα, κάνε λίγο ησυχία. Δεν είναι δα και τόσο κακός», μου χε πει μια φορά.

Κι όμως ο Γαρουφαλής, αν και δεν ήταν καθόλου κακός, είχε μια στάση εσκεμμένα υπεροπτική, σίγουρα αντιπαιδαγωγική, που δεν μπορεί παρά να έχει ως στόχο να σε κομπλάρει. Μα όποιος κατάφερνε να εκλογικεύσει αυτή τη στάση, που ήταν ίδια απέναντι σε όλους – εκτός φυσικά κι αν του έπαιζες … «παπάδες»- , συνειδητοποιούσε την απέραντη εντιμότητα της νοσηρής του αυστηρότητας, ίσως και της στρίφνιας του. Συνειδητοποιούσε πως ο Γαρουφαλής σε ειρωνεύεται μονάχα επιφανειακά, γιατί βαθύτερα σε σέβεται απύθμενα.

Πράγματι, τις εξετάσεις στο Ωδείο Αθηνών τις περνούσες μόνο αν το άξιζες πραγματικά, και ο βαθμός που έπαιρνες αντικατόπτριζε σχεδόν πάντοτε το επίπεδό σου. Αυτός είναι ο σεβασμός στον οποίο αναφέρομαι. Σεβασμός που δυστυχώς δεν υπάρχει σε άλλα Ωδεία κερδοσκοπικού χαρακτήρα, εκεί όπου η μουσική γίνεται εμπόριο και υφέρπει η άγνοια και η μουσική αμορφωσιά, πνιγμένη και ανεπιτυχώς καλυμμένη από την ευγένεια και τα αποσκοπούντα στο χρήμα χαμόγελα των ιθυνόντων, που συμβάλλουν αδίστακτα στην εξάπλωση της μετριότητας.

Έτσι πέρασαν τα χρόνια στο Ωδείο Αθηνών μέχρι που αυτό με πέταξε κι εμένα έξω από το σύστημα μιας ελίτ στην οποία αν και πολύ θα ήθελα, δεν μπορούσα να ανήκω. Κι όπως μοιραία έφυγε ο γράφον, κατά τον ίδιο τρόπο απήλθαν σταδιακά κι άλλοι πολλοί, παρακινούμενοι να συνεχίσουν σ’ άλλα περισσότερο βατά και λιγότερο απαιτητικά Ωδεία. Και το «Αθηνών» σιγά σιγά ερήμωνε, οι μαθητές του λιγόστευαν επικίνδυνα, τα έσοδά του μειώνονταν δραματικά, το Κράτος -εξακολουθώντας να περιφρονεί τον πολιτισμό- αρνούνταν πεισματικά να εκταμιεύσει την επιχορήγηση, τα ταμεία άδειασαν, οι καθηγητές έμειναν απλήρωτοι… Κι ύστερα άρχισαν οι μηνύσεις, οι επισχέσεις εργασίας, η γκρίνια, η εσωστρέφεια, η μιζέρια.

Ο Γαρουφαλής που εβάλλετο πλέον από παντού αμύνθηκε γινόμενος περισσότερο αυταρχικός και απόλυτος. Μετέβαλλε το καθεστώς μισθοδοσίας, προέβη σε αδικαιολόγητες απολύσεις καθηγητών, έγινε πιο εσωστρεφής. Επέβαλε με τον δικό του τρόπο ένα Μνημόνιο που, ναι μεν υπήρξε αναγκαίο για την οικονομική σωτηρία του Ωδείου (υπήρχαν καθηγητές με 3 μαθητές που έπαιρναν ίσο μισθό με κάποιους που είχαν 23…) , από την άλλη όμως αυτό έγινε άτσαλα, δίχως ίχνος διαβούλευσης και διαπραγματεύσεων. Κάπως έτσι, επήλθε η παρακμή, μα το Ωδείο εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να λειτουργεί και να προσφέρει τις υπηρεσίες του ακάθεκτο, χάρη στην ευσυνειδησία των εργαζομένων του.

Ένα πράγμα μόνο μου χτύπησε άσχημα σ’ όλη αυτή την διαδρομή. Τα κουτσομπολιά, η φτήνια, η υποκρισία, η μικρότητα, η κακεντρέχεια κάποιων γονέων, μαθητών και δασκάλων, αυτά τα τελευταία χρόνια της πτώσης. Κάποιων που στους διαδρόμους του Ωδείου είχαν αρχίσει ένα ανέντιμο και χυδαίο πόλεμο λάσπης εναντίον του Διευθυντή, του Ωδείου, του διοικητικού συμβουλίου που άλλοτε υμνούσαν. Όλα τους έφταιγαν, χωρίς να προβαίνουν σε καμιά αυτοκριτική… Κι ο γράφον, έδινε ανιδιοτελώς debates προσπαθώντας να πείσει πως δίχως τις ιδιαιτερότητες του Γαρουφαλή το Ωδείο μας θα ήταν σαν όλα τα’ άλλα… Βουτηγμένο στην μετριότητα που επιφέρει το αμετροεπές κυνήγι του κέρδους.

Καλό σου ταξίδι δάσκαλε…

Υ.Γ. Η τελευταία φορά που τον άκουσα να παίζει ήταν πέρσυ το καλοκαίρι στην αίθουσα συναυλιών του Ωδείου Αθηνών ερμηνεύοντας μεταξύ άλλων τις εποχές του Pyotr Ilyich Tchaikovsky. Παραθέτω τον αγαπημένο μου μήνα αυτού του έργου, που είναι o Ιούνιος

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ VIDEOS - ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΛΟΙ

JOBS

Χιλιάδες Θέσεις Εργασίας σε όλη την Ελλάδα

Logistics

Πλήρης Απασχόληση

03-01-2024

Μενίδι

Πωλήσεις

Πλήρης Απασχόληση

09-01-2024

Ηρακλειο

⚽🏀 LIVE SCORES
19 Μαϊ. 2024
Παν
20:00
-
Ολυ
19 Μαϊ. 2024
Άρη
20:00
-
ΠΑΟ
24 Μαϊ. 2024
ΠΑΟ
19:00
-
ΦΕΝ
24 Μαϊ. 2024
Ρεάλ
22:00
-
ΟΣΦΠ

ΠΩΣ ΣΟΥ ΦΑΝΗΚΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;