Η σταδιακή αποδυνάμωση μίας υπερδύναμης...

obama

Λένε πως όταν ένα γεγονός επαναλαμβάνεται –έστω και υπό διαφορετικές εκφάνσεις- για πάνω από μία φορά, τότε αυτή του η επανάληψη κάθε άλλο παρά τυχαία μπορεί να είναι. Με λίγα λόγια, αυτό που αρχικά μπορεί να θεωρηθεί ως σύμπτωση, με τον καιρό και την συνεχή επαναφορά του μας βάζει σε σκέψεις ως προς την αναγκαιότητα απόδοσής του σε μια περισσότερο πολύπλοκη και λογική και λιγότερο απλοϊκή και τυχάρπαστη εξήγηση. Συνεπώς, θαρρώ πως σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει σιγά σιγά ν’ αρχίσουμε να αναλύουμε την παθητικότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τις διεθνείς στρατιωτικές και διπλωματικές προκλήσεις οι ΗΠΑ.

Πιο συγκεκριμένα, όταν τον Αύγουστο του 2008 η -σύμμαχος των ΗΠΑ και πιθανό μελλοντικό μέλος του ΝΑΤΟ- Γεωργία επεχείρησε να αμφισβητήσει την αυτονομία των περιοχών της Ν. Οσετίας και Αμπχαζίας εξαπολύοντας αιματηρή επίθεση για την (επανα)προσάρτησή τους, κανείς δεν ανέμενε την άμεση, ισχυρή και παντελώς ανεμπόδιστη στρατιωτική απάντηση της Ρωσίας, που κάνοντας επίδειξη δύναμης μπόρεσε με συνοπτικές διαδικασίες να κερδίσει τον πόλεμο και να εμποδίσει την εξάπλωση της επιρροής της Γεωργίας (και άρα της Δύσης…) στις προαναφερθείσες περιοχές. Το πιο εντυπωσιακό όμως (που –θεωρούμενο ως σύμπτωση- δεν σχολιάστηκε και πολύ τότε) ήταν η σχεδόν απαθής στάση που τήρησε η αμερικανική ηγεσία, η οποία, πέραν κάποιων απειλητικών και μεγαλόστομων δηλώσεων, φρόντισε στην ουσία να παραμείνει ουδέτερη και να μην πάρει έμπρακτα το μέρος των συμμάχων της Γεωργιανών. Όπως εκ των υστέρων αποδεικνύεται, το συγκεκριμένο επεισόδιο και ο χαλαρός τρόπος αντιμετώπισής του από την παγκόσμια υπερδύναμη έμελλε να σηματοδοτήσει την απαρχή μιας νέας, περισσότερο διαλλακτικής και λιγότερο αυταρχικής στάσης των ΗΠΑ ως προς τις διεθνείς διενέξεις και προκλήσεις.

Σε συνέχεια των παραπάνω, η προαναγγελθείσα επέμβαση που δεν έλαβε ποτέ χώρα στην Συρία τον Σεπτέμβριο του 2012, ακόμα κι όταν δόθηκε η αφορμή με την χρήση της χημικής ουσίας Σαρίν που στοίχισε τη ζωή σε περίπου 1500 ανθρώπους στα προάστια της Δαμασκού (η επίθεση αυτή έγινε πιθανότατα από το καθεστώς Άσαντ), ερμηνεύθηκε ως μια τεράστια διπλωματική νίκη της Ρωσίας, που κατάφερε να «γλιτώσει» ένα συμμαχικό της καθεστώς από τα δόντια της αποδεδειγμένα καταστροφικής και ανηλεούς πολεμικής μηχανής των ΗΠΑ. Ήταν η δεύτερη φορά που ο πρόεδρος Ομπάμα δίσταζε να αναλάβει στρατιωτική πρωτοβουλία απέναντι σ’ ένα αιμοσταγές καθεστώς εκ διαμέτρου αντίθετο με τα συμφέροντά του. Η «γκάφα» (;) (κατά την οποία ο υπουργός του State Department Kery έδινε -τάχα άθελά του- μια ακόμα ευκαιρία στην Συρία να αποφύγει την έξωθεν στρατιωτική επέμβαση) εξελήφθη από τους διεθνείς αναλυτές ως μια ακόμα αναδίπλωση, ως ακόμα μια ένδειξη αβουλίας των ΗΠΑ να εμπλακούν στρατιωτικά σε μια ξένη χώρα.

Το τελευταίο παράδειγμα παθητικότητας και αδυναμίας των ΗΠΑ να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους απέναντι σε ακόμα μια ρωσική πρόκληση δεν είναι άλλο από τα πρόσφατα γεγονότα της Ουκρανίας. Αν και θα μπορούσε να πει κανείς πως σε διπλωματικό (ίσως και σε παραστρατιωτικό;) επίπεδο ΗΠΑ και Ε.Ε. στήριξαν ακρίτως (ανεξαρτήτως ακροδεξιάς σύνθεσης) το κίνημα της πλατείας της Ανεξαρτησίας του Κιέβου και –αργότερα- την πτώση του προσφάτως δημοκρατικά εκλεγμένου φιλορώσου προέδρου Γιανουκόβιτς, οι ΗΠΑ φάνηκε πως δεν ήθελαν να τραβήξουν περαιτέρω το σκοινί της σύγκρουσης. Ακόμα κι όταν ο Πούτιν εισέβαλε στρατιωτικά στην Κριμαία ως ελευθερωτής, επέμεναν στην διατύπωση σκληρών δηλώσεων περί… οικονομικής και πολιτικής απομόνωσης της Ρωσίας, «ξεχνώντας» όχι μόνο την στήριξη της –συμμαχικής πλέον- ουκρανικής κυβέρνησης, αλλά την ιερή για κάθε υπερδύναμη προάσπιση των γεωπολιτικών της συμφερόντων. Σήμερα, που η ρωσική εισβολή στις ανατολικές επαρχίες της Ουκρανίας αποτελεί πλέον κομμάτι της πραγματικότητας και ο διαμελισμός της Ουκρανίας είναι πιο κοντά παρά ποτέ, ο πρόεδρος Ομπάμα εξακολουθεί με κάθε ευκαιρία να αποκλείει το σενάριο στρατιωτικής επέμβασης, παρά το γεγονός πως το ΝΑΤΟ πραγματοποιεί στρατιωτικά γυμνάσια κοντά στα ρωσοουκρανικά σύνορα.

Όπως προείπαμε, η μεταβολή της διεθνούς συμπεριφοράς των ΗΠΑ επί το απαθέστερο και διαλλακτικότερο, μόνο τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, εφόσον αυτή επαναλαμβάνεται σε τρεις (Ουκρανία, Αμπχαζία & Οσετία, Συρία) από τις τέσσερις (εξαιρούμε την επέμβαση της Λιβύης) περιπτώσεις τα τελευταία 8 περίπου χρόνια κατά τις οποίες θα μπορούσε να αιτιολογηθεί (με τα ως τώρα κριτήρια και ιστορικά δεδομένα που έχουμε) ανάληψη στρατιωτικής δράσης. Το αναφέρουμε αυτό γιατί αν παρατηρήσει κάποιος την αμέσως προηγούμενη δεκαετία θα συνειδητοποιήσει πως αυτή ήταν γεμάτη από αναίτιους και αιτιολογημένους μονομερείς και ευρείς σε διάρκεια πολέμους από την υπερδύναμη. Οι βομβαρδισμοί της Γιουγκοσλαβίας το 1999, το κυνήγι των Ταλιμπάν στις ερήμους του Αφγανιστάν ως απάντηση στην τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, ο πόλεμος εναντίον του Σαντάμ και του Ιράκ το 2003 με αφορμή τις υποψίες για τα ανύπαρκτα πυρηνικά όπλα, ήταν γεγονότα που όχι μόνο επηρέασαν τον κόσμο ολόκληρο αλλά και στοίχισαν στον Λευκό Οίκο κάποια τρις δολαρίων ΗΠΑ ($). Σήμερα (και πιο συγκεκριμένα από την ανάληψη της προεδρία από τον Μπαράκ Ομπάμα) βλέπουμε την στάση των ΗΠΑ να μεταβάλλεται σημαντικά. Στις παρακάτω γραμμές θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τα πιθανά αίτια της αμφιλεγόμενης αυτής μεταστροφής.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν πως ο Ομπάμα εξελέγη (και επανεξελέξη) για να εφαρμόσει μια –σε σχέση με τους προκατόχους του- φιλειρηνικότερη και λιγότερο επεμβατική – ιμπεριαλιστική πολιτική, θα έλεγε κανείς πως η εστίαση του αμερικανού προέδρου στην επίλυση εσωτερικών προβλημάτων (καταπολέμηση της ανεργίας, τόνωση της ανάπτυξης, δημιουργία δημόσιου συστήματος υγείας) και όχι στην συνέχιση της επιζήμιας καλλιέργειας του αυταρχικού προφίλ της υπερδύναμης, ήταν επιβεβλημένη από τα κάτω. Το 2007, ο Ομπαμα έλαβε ισχυρή και ξεκάθαρη εντολή από τον αμερικανικό λαό ώστε να τερματίσει τους ζημιογόνους σε ανθρώπινες ζωές και χρήματα πολέμους που εκκρεμούσαν σε Ιράκ και Αφγανιστάν. Και όταν ο Πρόεδρος τερμάτισε τον πρώτο (αποσύροντας τα στρατεύματα) και δρομολόγησε πειστικά την ολοκλήρωση του δευτέρου, το κουρασμένο να μετράει φέρετρα και να αγωνιά για τυφλές τρομοκρατικές επιθέσεις αμερικανικό εκλογικό σώμα, καταφανώς ανακουφισμένο από την μεταστροφή , έδειξε να επιβραβεύει τον Ομπάμα με την επανεκλογή του, το 2012. Φυσικά, δεν ήταν μόνο η λαϊκή θέληση που επέβαλε την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από την Μέση Ανατολή. Ήταν και η ίδια η ανανέωση που έφερε η αύρα του μετριοπαθούς και εστιασμένου στις όποιες εναπομείνασες ανθρωπιστικές αρχές του –εν ευρεία έννοια- κέντρου (;) που υποτίθεται πως πρεσβεύει και υπηρετεί. Ήταν όμως και παράγοντες οικονομικοί και γεωστρατηγικοί που θα δούμε παρακάτω.

Είναι αλήθεια λοιπόν πως οι Η.Π.Α., ακόμα και σήμερα, διατηρούν μία τεράστια και εντυπωσιακή υπεροπλία σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες -ανερχόμενες- πολεμικές υπερδυνάμεις (Ρωσία, Κίνα κ.τ.λ.). Είναι χαρακτηριστικό πως οι Η.Π.Α. έχουν σήμερα στην διάθεσή τους πολύ πάνω από το μισό του συνόλου των αεροπλανοφόρων που συνθέτουν το δυναμικό της παγκόσμιας πολεμικής μηχανής. Οι Η.Π.Α. υπερτερούν φυσικά, όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά και τεχνολογικά. Βομβαρδιστικά και κατασκοπευτικά αεροπλάνα που δεν είναι εντοπίσιμα από τα εχθρικά radar, μη επανδρωμένα – τηλεκατευθυνόμενα drones, υπερσύγχρονα πυραυλικά συστήματα, πυρηνοκίνητα υποβρύχια και μια πληθώρα άλλων οπλικών συστημάτων συνθέτουν μια φαινομενικά άτρωτη υπερδύναμη που της αρέσει να «ταϊζει» με δισεκατομμύρια δολάρια την πολεμική της βιομηχανία, η οποία επιβάλλει με τη σειρά της την προώθηση των συμφερόντων της μέσω των αδηφάγων lobbies που δεν σταματούν να πιέζουν ακόμα και για την… διεύρυνση του «δικαιώματος» της ελεύθερης οπλοκατοχής.

Τα παραπάνω όμως αποτελούν μόνο την μία –έστω και επί του παρόντος αδιαφιλονίκητη- όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη, με τις πιο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για την διεθνή τάξη πραγμάτων, βρίσκεται στην συγκριτικά αναμφισβήτητη οικονομική δυσχέρεια των Η.Π.Α., στην μεταβολή των γεωστρατηγικών στόχων και προτεραιοτήτων τους, όπως επίσης και στην φιλοδοξία και την σιωπηρή ανάπτυξη των περίφημων BRICS (Brasil, Russia, India, China, South Africa), που ολοένα και ενδυναμώνονται. Το γεγονός ότι οι Η.Π.Α. έχουν κοντέψει να χρεοκοπήσουν δυο- τρεις φορές τα τελευταία χρόνια αλλά και τα αμύθητα ποσά που είναι χρεωμένες στην Κίνα καταδεικνύουν αυτό που όλοι γνωρίζουμε. Παρά το ότι η οικονομία τους συνεχίζει –έστω και βεβιασμένα- να αναπτύσσεται, ο Dow Jones να «πιάνει» ιστορικά υψηλά και η ανεργία τους να βρίσκεται σε ανεκτά επίπεδα, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η διεθνής οικονομική κρίση (την οποία και οι ίδιοι εξήγαγαν) έχει επιδράσει καταλυτικά ως προς τα ποσά που μπορούν να δαπανηθούν σε πολεμικές επιχειρήσεις. Ακόμα και σήμερα, τα χτυπήματα που λαμβάνουν χώρα στο Ιράκ (και που θα επεκταθούν σύντομα και στην Συρία) εναντίον των τζιχαντιστών εξτρεμιστών που ονειρεύονται ισλαμικά χαλιφάτα, είναι σε πρωτόγνωρο βαθμό περιορισμένα και επιλεκτικά για μια στρατιωτική δύναμη που συνήθιζε να μην διακατέχεται από ίχνος φειδούς ως προς τις βόμβες που εξαπέλυε και τους πυραύλους που εκτόξευε . Άλλωστε και η απόφαση για την -αμφιλεγόμενη πλέον- απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, ελήφθη –και- υπό την πίεση του δυσβάσταχτου κόστους που συνιστά η διατήρηση-συντήρηση χερσαίων δυνάμεων «κατοχής» σε μία ξένη χώρα.

Συν τοις άλλοις, η οικονομική, τεχνολογική και στρατιωτική ανάπτυξη της Κίνας (που πρόσφατα απέκτησε το… πρώτο της και κατά πολλούς ειδήμονες απαρχαιωμένο της αεροπλανοφόρο…) , είναι κάτι που θορύβησε την Αμερική και κατέστησε ως πρώτη προτεραιότητά της την βεβιασμένη μεταφορά του στρατιωτικού κέντρου βάρους της από τις ερήμους της Μέσης στις θάλασσες της Άπω Ανατολής για την διακριτική επίβλεψη των αναίμακτων προς το παρόν επεισοδίων μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας για τα διαφιλονικούμενα νησιά Σενκάκου (στα ιαπωνικά) ή Νιαογιού (στα κινέζικα). Εξάλλου, οι Κινέζοι έχουν ως στόχο την γεωμετρικής προόδου αύξηση των επενδύσεών τους στην πολεμική τους μηχανή, καθώς γνωρίζουν πολύ καλά πως χωρίς αξιόμαχο στράτευμα και προηγμένης τεχνολογίας οπλικά συστήματα δεν δύναται να υπάρξει πλήρης κυριαρχία ούτε σε εγχώριο ούτε φυσικά και σε διεθνές επίπεδο. Μέχρι σήμερα, οι Κινέζοι δείχνουν στοχοπροσηλωμένοι στην ευδοκίμηση μιας διαφορετικής κατεύθυνσης τεχνολογικής-οπλικής προσέγγισης, που συνοψίζεται στην αξιοποίηση όπλων λέιζερ που καταστρέφουν διαστημικούς δορυφόρους απαραίτητους για την διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων. Κακά τα ψέματα, όσα χρήματα κι αν έχει κάποιος, όση υλική εξουσία κι ευημερία κι αν φέρει, τον ύστατο λόγο για την επιβολή έχει πάντα η φυσική βία…

Την ώρα λοιπόν που και η Ρωσία του αδίστακτου Vladimir Putin εξοπλίζεται κι εκείνη με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, η Αμερική επιμένει να επενδύει σε πιο συμβατικά και βαριά όπλα, κάτι που μακροπρόθεσμα ίσως αποδειχθεί επιζήμιο για τα συμφέροντά της, καθώς, σύμφωνα με αναλυτές, ο πόλεμος σε μερικά χρόνια θα είναι είτε περισσότερο άναρχος είτε τεχνολογικά πιο περίπλοκος (ανάλογα στο πεδίο στο οποίο θα διαδραματίζεται…) και άρα λιγότερο προβλέψιμος. Όπως κι αν έχει, οι Η.Π.Α. φαίνεται να «χωλαίνουν» ως προς την παρακολούθηση των τεκταινομένων παγκοσμίως. Σ’ αυτό φυσικά συμβάλει και το γεγονός ότι διάγουμε περιόδους πολυάριθμων και διάσπαρτων ανά τον κόσμο πολεμικών συρράξεων που δεν είναι καθόλου εύκολο να ελεγχθούν εξολοκλήρου…

Σε κάθε περίπτωση, η Αμερική για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες φαίνεται να μην μπορεί να ελέγξει την κατάσταση, διαπράττοντας λάθη επί λαθών σε γεωστρατηγικό και στρατιωτικό επίπεδο. Θα έλεγε κανείς πως τα γεγονότα και οι περιστάσεις δείχνουν να την υπερβαίνουν σε τέτοιο σημείο που αδυνατεί πλέον να προβλέψει τις εξελίξεις που «τρέχουν» ιδιαίτερα γρήγορα. Η αδυναμία να προβλεφθεί η ισλαμική εξέγερση που θα επέφερε η απόσυρση των στρατευμάτων από το Ιράκ, αλλά και η βιασύνη να στρέψουν το ενδιαφέρον τους στην Άπω Ανατολή, αφήνοντας παράλληλα ανοιχτά πολλά μέτωπα στην Μέση Ανατολή και την περιοχή της Μεσογείου, καταδεικνύει το τέλμα στο οποίο έχουν περιέλθει. Πάνω απ’ όλα όμως, η διαφαινόμενη αμερικανική παρακμή μας βάζει σε σκέψεις για το πώς θα διαμορφωθεί ένας κόσμος χωρίς μια σαφή και ξεκάθαρη υπερδύναμη ικανή να επιβληθεί σε κάθε περίσταση. Όπως επίσης μας προβληματίζει το κατά πόσο δύναται τελικά να ισορροπήσει ειρηνικά ένα σύστημα με πολλά αντίρροπα συμφέροντα που θα αλληλοεξουδετερώνονται δια του φόβου πριν φτάσουν στην πολεμική σύρραξη. Προς το παρόν, η ισχύς της θεωρίας του αντίπαλου δέους δεν φαίνεται να επαληθεύεται. Αντίθετα, η παγκόσμια κοινή γνώμη έχει καταστεί μάρτυρας της αποχαλιναγώγησης περιφερειακών δυνάμεων που γνωρίζουν πολύ καλά πως μπορούν πια να επιδίδονται σχεδόν ανενόχλητες σε -αντίστοιχες των αμερικανικών- βαρβαρότητες, καθώς ο παγκόσμιος χωροφύλακας δείχνει εξουθενωμένος για να επιβάλει τις οποιεσδήποτε ικανές κυρώσεις για την αποτελεσματική προάσπιση των συμφερόντων του. Αμερικανική πολεμική αυθαιρεσία λοιπόν ή άναρχη, πολύπλευρη και πολυεπίπεδη βία σχεδόν παντού; Είναι δυστυχώς η μόνη ερώτηση που μπορούμε να απαντήσουμε άμεσα…

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ VIDEOS - ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΛΟΙ

JOBS

Χιλιάδες Θέσεις Εργασίας σε όλη την Ελλάδα

Marketing

Πλήρης Απασχόληση

19-12-2023

Νέα Ιωνία Αττικής

⚽🏀 LIVE SCORES
20 Απρ. 2024
ΟΦΗ
18:30
-
Βόλ
20 Απρ. 2024
Αστ
19:30
-
Παν
20 Απρ. 2024
ΑΡΗΣ
17:15
-
ΚΟΛ
21 Απρ. 2024
ΑΕΚ
17:15
-
ΠΑΟΚ

ΠΩΣ ΣΟΥ ΦΑΝΗΚΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;