Κάθε Στιγμή κι Ένα Κεφάλαιο: Πάντα τελευταία στιγμή

man_in_rain

Έτρεχε. Τα πόδια του βρέχονταν όπως πατούσε μέσα στις λιμνούλες που είχαν σχηματιστεί στο πεζοδρόμιο από το ψιλόβροχο που έκανε το όλο σκηνικό ακόμη πιο μελαγχολικό. Δεν ήταν καν Οκτώβρης, αλλά το σημερινό απόγευμα θύμιζε φθινόπωρο σίγουρα. Σκοτεινός ουρανός, βροχή και η μυρωδιά από βρεγμένη άσφαλτο. Κι εκείνος έτρεχε.
Έτρεχε χωρίς να τον νοιάζει τι συμβαίνει γύρω του. Σπρώχνοντας περαστικούς και σκουντώντας εύσωμες γιαγιάδες με ομπρέλες. Άλλωστε έτσι ήταν ο Στράτος. Πάντα της τελευταίας στιγμής. Πάντα έτρεχε να σώσει καταστάσεις και να μαζέψει τα ασυμμάζευτα Έτσι δεν είχε κάνει και με την Μαρία; Την οποία τελικά έχασε. Το ίδιο δεν είχε συμβεί και με τη δουλειά του; Αυτή στην πολυεθνική την οποία εξίσου είχε χάσει. Έτσι ήταν ο Στράτος. Της τελευταίας στιγμής.
Το ζήτημα ήταν ότι τώρα είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην τρέχει πάλι τελευταία στιγμή. Και να που για μια ακόμη φορά είχε αθετήσει την υπόσχεση στον εαυτό του. Να που τώρα έτρεχε κάτω από τη βροχή, ντυμένος με το μαύρο κοτλέ παντελόνι του, το άσπρο πουκάμισό του που είχε κολλήσει πάνω του έτσι βρεγμένο και το σκούρο μπλε σακάκι του. Την τσάντα περασμένη στον ώμο του και με το αριστερό του χέρι να την κρατάει για να μη του φύγει, με αποτέλεσμα να χτυπάει στον μηρό του κάθε φορά που έκανε ελιγμούς. Στο δεξί χέρι κρατούσε λουλούδια. Κίτρινες τουλίπες. Τις είχε ζητήσει για την περίσταση. Ο πωλητής τον είχε κοιτάξει προβληματισμένος και είχε πει “το κίτρινο είναι κάπως μελαγχολικό χρώμα”, αλλά τον Στράτο δεν τον ένοιαζε. Του πατέρα του του άρεσαν τα κίτρινα λουλούδια. Και ειδικότερα οι τουλίπες.

 

Ο πατέρας του Στράτου ήταν ένας πολύ αυστηρός άνθρωπος. Προσηλωμένος στους κανόνες και τους τύπους, ποτέ δεν έκανε ή δεν έλεγε κάτι περιττό. Γι’ αυτό και τα σχόλιά του πλήγωναν τον Στράτο. Μιλούσε απότομα και πάντα είχε αυτό το βλοσυρό βλέμμα που έδειχνε να αποδοκιμάζει κάθε τι που είχε κάνει ο γιος του.
Για την Μαρία ήταν η πρώτη φορά που ο κύριος Αναστάσης είχε πει στον Στράτο καλό λόγο για κοπέλα του. Το θυμόταν σαν χθες που είχαν πάει να τη γνωρίσει. Είχαν κάτσει όλοι μαζί να φάνε και ο πατέρας του δεν είχε βγάλει κουβέντα. Αφού τελείωσε με το φαϊ και σκούπισε τα χείλη του με την πετσέτα, είπε “τώρα ας μιλήσουμε” και είχε σηκωθεί από το τραπέζι κατευθυνόμενος προς το σαλόνι. Κάθισε στον καναπέ και άναψε την πίπα του με τον καπνό της να σταματάει στο παχύ μουστάκι του και ύστερα να ταξιδεύει προς κάθε γωνιά του δωματίου. Απέναντί του είχε την Μαρία, ενώ ο Στράτος μάζευε τα πιάτα.
Όντας χήρος από όταν ήταν μεσήλικας, ο κυρ Αναστάσης κρατούσε επιφυλακτική στάση προς τις γυναίκες που του γνώριζε ο γιος του. “Είναι καπάτσες” του έλεγε, “θέλουν να τους κάνεις τα παιδιά τους και ύστερα σε ξεχνάνε”. Ωστόσο, τη Μαρία φαινόταν να τη συμπαθεί. Την είχε ρωτήσει για τις σπουδές της, για τη δουλειά της, για το πώς έβλεπε το μέλλον. Είχαν μιλήσει για την πολιτική, είχαν αναλύσει την οικονομική κατάσταση των οικογενειών τους, είχαν κάνει ακόμη και αστεία για την επικαιρότητα, με τον πατέρα του Στράτου να σχηματίζει ένα ελαφρύ μειδίαμα και να κάνει το γιο του να πιστεύει ότι χαμογελούσε.
Όταν πια είχε φύγει η Μαρία αργά το βράδυ, ο κυρ Αναστάσης είχε γυρίσει προς τον Στράτο και είχε πει απλώς “Μη τη χάσεις.” Ύστερα είχε βάλει τις παντόφλες του και είχε κατευθυνθεί αμίλητος προς το δωμάτιό του. Αλλά ο Στράτος είχε καταφέρει και εκεί να τα κάνει μαντάρα. Σχεδόν εφτά μήνες αργότερα η Μαρία τον είχε αφήσει. Διότι την παραμελούσε. Δεν την είχε ακούσει τόσες φορές που με το μελαγχολικό της πρόσωπο του είχε επισημάνει ότι θα την έχανε αν συνέχιζε έτσι. Αν συνέχιζε να δίνει βάρος στην δουλειά του και να γυρνάει αργά, να τρώει και να κοιμάται χωρίς να ανταλλάξουν ούτε κουβέντα. Να δουλεύει Σάββατα και τις Κυριακές να βγαίνει με τους φίλους του και να επιστρέφει το απόγευμα για να κοιμηθεί. Και τότε ήταν πολύ ανώριμος για να ξέρει να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Είχε όντως δώσει βάρος στη δουλειά του. Ήθελε να κάνει καριέρα.         Ήθελε να αποδείξει στον πατέρα του ότι δεν σπούδαζε τσάμπα έξι χρόνια στο Οικονομικό Τμήμα.
Και κάπως έτσι ξεκινούσε η αντίστροφη μέτρηση του άλλου μεγάλου κεφαλαίου της ζωής του, το οποίο ο Στράτος έτρεχε να το συμμαζέψει τελευταία στιγμή. Η δουλειά του στην πολυεθνική. Είχε προσληφθεί αμέσως μετά το πέρας των σπουδών του. Είχε ξεκινήσει σαν υπάλληλος στο τμήμα του Λογιστηρίου, αλλά σύντομα ανέβηκε όροφο και έγινε βοηθός του αναπληρωτή διευθυντή οικονομικών. Μετά από δύο χρόνια, όταν ο ανώτερός του έφυγε για ένα κατάστημα στο Παρίσι, τον πρότεινε για τη θέση του και μέσα σε ένα χρόνο είχε γίνει διευθυντής Οικονομικών. Αλλά κάπου εκεί είχαν αρχίσει να στραβώνουν όλα, χωρίς ο ίδιος να έχει τη διαύγεια να το δει.
Αρχικά έκλεισαν δύο υποκαταστήματα στην κεντρική Ευρώπη. Τότε ο συνάδελφος του (ο μόνος που μιλούσε μαζί του και μάλλον επειδή ήθελε να τα έχει καλά μαζί του λόγω της θέσης του Στράτου), του είχε επισημάνει να παραιτηθεί όσο ήταν νωρίς και να έπιανε δουλειά αλλού. “Θα σκάσει η φούσκα της εταιρίας και θα σε πάρει μαζί της στον πάτο” του είχε πει. Αλλά ο Στράτος πάντα έτρεχε την τελευταία στιγμή. Ακόμη και όταν είδε ένα έγγραφο με κοινοποίηση στο Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο έκανε αναφορά σε μελλοντικό πιθανό κλείσιμο, ακόμη και τότε δεν έφυγε. Δούλευε για να αποδείξει στον πατέρα του ότι θα επιβίωνε ότι και αν γινόταν.
Και ξαφνικά, ένα σκοτεινό πρωί Δευτέρας, τα γραφεία άδειασαν, το Διοικητικό Συμβούλιο είχε εξαφανιστεί και ο ίδιος σαν Διευθυντής Οικονομικών καλούνταν να δώσει εξηγήσεις για τις τεράστιες τρύπες που εμφάνιζε η εταιρία. Και τότε είχε θυμηθεί που και γι’ αυτό τον είχε προειδοποιήσει ο πατέρας του. Του είχε πει “Στράτο, φύγε στο εξωτερικό.” Ωστόσο, είχε πάλι εκείνο το βλέμμα αποδοκιμασίας. Και τώρα που το θυμόταν ο Στράτος φούντωνε. Ήθελε να φωνάξει.
“Γαμώτο” ούρλιαξε και δύο κυρίες γύρισαν και τον κοίταξαν. Συνειδητοποίησε ότι έτρεχε ακόμη στον δρόμο και χαμογέλασε στις κυρίες λέγοντας “συγγνώμη, δεν είμαι στην καλύτερη φάση μου”. Έσκυψε το κεφάλι και συνέχισε να τρέχει. Δε τον ένοιαζε που είχε λαχανιάσει, ούτε που είχαν μουσκέψει τα μοκασίνια του, ούτε που τα ρούχα του είχαν κολλήσει πάνω του. Πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του και έδιωξε τις τούφες που έπεφταν μπροστά στα μάτια του.
Άκουσε τη σειρήνα ενός ασθενοφόρου και θυμήθηκε τότε που ξεκίνησε όλη αυτή η περιπέτεια. Ήταν απόγευμα Σαββάτου και ο Στράτος διάβαζε ένα βιβλίο στον καναπέ, ενώ ο πατέρας του αμίλητος κοιτούσε τηλεόραση. Ήταν διαίσθηση ή μήπως απλά τυχαίο; Δεν είχε σημασία. Είχε σηκώσει το βλέμμα του την στιγμή που ο πατέρας του έπιανε το στέρνο του και τα μάτια του σφίγγονταν. Ο Στράτος είχε πεταχτεί πάνω και είχε πάρει τηλέφωνο το 166. Μερικές ώρες μετά ο γιατρός τον ενημέρωνε για το καρδιακό επεισόδιο που υπέστη ο πατέρας του. Του είχε επισημάνει πόσο σημαντικό ήταν να τον προσέχει κάποιος και ότι υπήρχαν σοβαρές πιθανότητες να το ξαναπάθει.
Γι’ αυτό είχε προσλάβει μια κοπέλα να προσέχει τον κυρ Αναστάση. Αλλά εκείνος έδειχνε με κάθε ευκαιρία τη δυσαρέσκειά του. “Δεν θέλω κανέναν μέσα στα πόδια μου” έλεγε. “Μα το πρωί που λείπω, ποιος θα σε προσέχει;” του ανταπαντούσε ο Στράτος. “Κανείς” έλεγε ο κυρ Αναστάσης και έκλεινε με δύναμη την πόρτα πίσω του. Η πρώτη κοπέλα έφυγε και ήρθε άλλη, ύστερα τρίτη και μετά τέταρτη. ‘Ωσπου ένα απόγευμα γύρισε και είδε τον πατέρα του παρέα με τη Μαρία. “Τι κάνει εδώ;” τον ρώτησε. “Με προσέχει” είπε ο κυρ Αναστάσης “άλλωστε νοσηλευτική έχει τελειώσει”. Τότε ο Στράτος είχε γίνει έξω φρενών, είχε αρχίσει να φωνάζει και είχε φύγει από το σπίτι σε έξαλλη κατάσταση. Είχε περάσει το βράδυ σε ένα ρυπαρό ξενοδοχείο με μαυριδερούς τοίχους από την υγρασία και το επόμενο πρωί είχε περάσει από το σπίτι να μαζέψει μερικά πράματα και να εξαφανιστεί για τα καλά.
Έζησε σχεδόν δύο μήνες σε μια βρώμικη γκαρσονιέρα χωρίς να σηκώνει ποτέ το κινητό του όταν τον έπαιρνε ο πατέρας του και τελευταία όταν τον καλούσε και η Μαρία. Δύο μήνες μακριά από τα δύο πρόσωπα που αγαπούσε, αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Είχε πιάσει δουλειά σε ένα λογιστικό γραφείο. Πήγαινε το πρωί με την ευχή να φύγουν οι ώρες γρήγορα και το απόγευμα έφευγε με την απορία “και τώρα τι θα κάνω μέχρι αύριο;”. Ώσπου μια μέρα, γυρίζοντας σπίτι, βρήκε έναν φάκελο έξω από την πόρτα του. Πάνω του έγραφε “Στράτος” με τα καλλιγραφικά γράμματα της Μαρίας. Τον σήκωσε και πέρασε τα δάκτυλά του από την πίσω πλευρά, τον άνοιξε και τράβηξε έξω το διπλωμένο χαρτί. Ξεκίνησε να διαβάζει και τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα.

“Στράτο, ο πατέρας σου είχε άλλα δύο σοβαρά περιστατικά. Σε έπαιρνα τηλέφωνο να στο πω. Σε χρειάζεται.”

Και ο Στράτος έτρεχε.

“Δεν ήξερα τι να κάνω, οπότε εδώ και δύο βδομάδες είναι στο νοσοκομείο. Συνεννοήθηκα εγώ, οπότε μην ανησυχείς για τα έξοδα. Αλλά σε χρειάζεται δίπλα του.”

Έτρεχε με όλη του την δύναμη.

“Δεν λέει τίποτα άλλο πέρα από το όνομά σου. Στράτο, ο πατέρας σου σε χρειάζεται τώρα!”

Και ο Στράτος έτρεχε. Έτρεχε πάλι τελευταία στιγμή.

Είδε τη μεγάλη πινακίδα του νοσοκομείου. Πέρασε τις συρόμενες πόρτες χωρίς να σταματήσει. Ανέβηκε δύο δύο τα σκαλιά. “Είμαστε στο δωμάτιο 203”. Έσπρωχνε κόσμο και σκουντούσε νοσοκόμες. “Σε χρειάζεται!”
Έσπρωξε την πόρτα με την παλάμη του και μπήκε μέσα, αλλά κοντοστάθηκε. Ο πατέρας του δεν ήταν όπως τον θυμόταν. Δεν ήταν βλοσυρός. Ήταν εξουθενωμένος. Το σώμα του δεν ήταν στητό. Ήταν ξαπλωμένο και είχε παραδοθεί στην εξάντληση. Παντού σωληνάκια και σακουλάκια με ορό. Η Μαρία κοιτούσε προς το μέρος του Στράτου με δακρυσμένα μάτια. Εκείνος έτρεξε προς τον πατέρα του και άφησε να του πέσει η τσάντα από τον ώμο και τα λουλούδια από το χέρι.

“Μπαμπά” ψέλισε.
Εκείνος αργά άνοιξε τα μάτια του και γύρισε να τον κοιτάξει.
“Μπαμπά, πάλι άργησα…” είπε και λυγμοί ανέβηκαν στον λαιμό του.
“Ποτέ δεν αργούσες… Απλώς ήθελες το χρόνο σου.” είχε ο κυρ Αναστάσης και χαμογέλασε αμυδρά κάτω από το παχύ μουστάκι του. Του έπιασε το χέρι και τον κοίταξε στα μάτια.
“Απλώς… μη τη χάσεις!” είπε και τα μάτια του έκλεισαν.
Ο Στράτος έβαλε τα κλάματα. Έκλαιγε. Έκλαιγε με λυγμούς.
Αλλά πλέον δεν έτρεχε. Πλέον ήξερε τι δεν έπρεπε να χάσει. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τη Μαρία. “Ευχαριστώ, μπαμπά” σκέφτηκε και τα δάκρυά του, του έκαιγαν τα μάτια

Κείμενο που υπογράφει ο Άγγελος Λύκου 

Δείτε τα υπόλοιπα κείμενα της στήλης Κάθε στιγμή κι ένα Κεφάλαιο

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ VIDEOS - ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΛΟΙ

JOBS

Χιλιάδες Θέσεις Εργασίας σε όλη την Ελλάδα

Παραγωγή

Πλήρης Απασχόληση

11-03-2024

Ασπρόπυργος

Marketing

Πλήρης Απασχόληση

18-12-2023

Νέα Ιωνία Αττικής

⚽🏀 LIVE SCORES
20 Απρ. 2024
ΟΦΗ
18:30
-
Βόλ
20 Απρ. 2024
Αστ
19:30
-
Παν
20 Απρ. 2024
ΑΡΗΣ
17:15
-
ΚΟΛ
21 Απρ. 2024
ΑΕΚ
17:15
-
ΠΑΟΚ

ΠΩΣ ΣΟΥ ΦΑΝΗΚΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;